Birdman του Alejandro González Iñárritu – Στις αίθουσες
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2014 |
Σκηνοθεσία: | Alejandro Gonzalez Inarritu |
Σενάριο: | Alejandro Gonzalez Inarritu, Nicholas Giacobone |
Ηθοποιοί: | Edward Norton, Emma Stone, Michael Keaton, Naomi Watts, Zach Galifianakis |
Γράφει:

Οι εννέα υποψηφιότητες της τελευταίας ταινίας του Alejandro González Iñárritu είναι ένα αρκέτα καλό επιχείρημα για να την δείτε. Ανάμεσα τους είναι της καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου και τρία από τα τέσσερα αγαλματίδια για τους ηθοποιούς. Όμως, αν τελικά θα σας αρέσει είναι κάτι άλλο. Το Birdman έχει μια ποικιλόμορφη αισθητική που κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται με τον δικό του τρόπο. Είναι μια απόλυτα κινηματογραφική ταινία που είτε αρέσει είτε όχι, δεν έχει σημασία γιατί καθηλώνει τον θεατή και αυτό από μόνο του είναι τέχνη.
Η τεχνική των μεγάλων σκηνών είναι η πνευματική είσοδος στο αρχέτυπο σχέδιο “καθρέπτης μέσα στον καθρέπτη”. Ο σκηνοθέτης έχει δημιουργήσει εξαιρετικά μεγάλες σκηνές για να περάσει την ψευδαίσθηση ότι ο θεατής είναι μια αόρατη οντότητα που παρακολουθεί από μέσα μια ταινία μεν, που μιλάει για ηθοποιούς που κάνουν θέατρο δε, αλλά και που ενδότερα οι αληθινές ζωές των ανθρώπων αυτών είναι κάπως παρόμοιες με την ίδια την κινηματογραφική ιστορία. Αν δεν ακούγεται εικαστικό αυτό, για κάποιους είναι σίγουρα ψυχαγωγικό αλλά η μεγάλη επιτυχία είναι ότι συνδυάζει να είναι και ωφέλιμο.
Ο Michael Keaton υποδύεται τον ηθοποιό όπου έγινε διάσημος ως ένας κάποιος ύπερ-ήρωας σε χολιγουντιανές παραγωγές μερικές δεκαετίες πίσω και τώρα βρίσκεται στο Μπροντγουέι της Νέας Υόρκης ανεβάζοντας ποιοτικές θεατρικές παραστάσεις ριψοκινδυνεύοντας την οικονομική του ευημερία. Την κόρη του υποδύεται η Emma Stone, επίσης υποψήφια για όσκαρ, η οποία μόλις έκανε αποτοξίνωση και φλερτάρει με τον Edward Norton, υποψήφιο επίσης, όπου υποδύεται έναν περίεργο αλαζονικό καλλιτέχνη που αληθινά ζει στο σανίδι και υποκρίνεται στην υπόλοιπη ζωή του. Φυσικά, κι όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι πολύ καλοί, όμως Naomi Watts, Zach Galifianakis κ.α.
Η αλήθεια είναι ότι όταν θέλεις να αποδώσεις μια κινηματογραφική ματιά στην ζωή καλλιτεχνών η πιο ομαλή μέθοδος είναι, βασικά, μια κωμικοτραγική ταινία. Άλλωστε, πόσο εγωισμό και αυταρέσκεια μπορεί να αντέξει ο καθένας αν δεν προέρχονται από έναν πρώην ύπερ-ήρωα, πόση σεξουαλική απελευθέρωση να δεχτεί κανείς αν δεν την φέρνουν 2 γυναικεία χείλη. Τα περισσότερα δραματικά στοιχεία είναι κοινά και εντέλει μετατρέπονται σε κωμικά, ο οποιοσδήποτε να κυκλοφορούσε με το εσώρουχο στο Σύνταγμα θα έκανε το διαδίκτυο να πάρει φωτιά, πόσο μάλλον δε μια διασημότητα. Μια τηλεκινητική δύναμη όμως είναι μια εικόνα από την ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα και ο Iñárritu την διανθίζει με σουρεαλιστικά κολπάκια, ψυχολογικά και υλικά αλλά και με όμορφη ηχητική και μουσική επένδυση για όλη την ταινία.
Πραγματικά, η ταινία αξίζει προσοχής γιατί είναι κάτι όμορφα πρωτότυπο και συνδυάζει το καλλιτεχνικό επίπεδο και την ψυχαγωγική διάθεση. Σίγουρα, δεν έχει δημιουργηθεί κάτι παρόμοια καλό τα τελευταία χρόνια και 2 ώρες κινηματογραφικής τέχνης είναι ιδανικός χρόνος απόλαυσης.
Πάνος Κουτέλας
Από την στιγμή που οι ταινίες άρχισαν να μελετώνται σαν μορφή τέχνης, πολλά έχουν γραφτεί για τα μεγάλα σε διάρκεια πλάνα (long shots), εκείνες τις μεγάλες σκηνές που δεν υποβάλλονται κατά μεγάλο βαθμό την διαδικασία του μοντάζ. Οι περισσότεροι τα θεωρούν ένα πιο πλούσιο τρόπο να φτιάξει κάποιος μια ταινία, καθώς αφού είναι μεγαλύτερες αφήνουν τους θεατές να δουν με μεγαλύτερη προσοχή κάποια στοιχεία που πιθανώς δεν θα έβλεπαν αν η σκηνή διακοπτόταν. Επιπλέον μεγαλώνουν την αίσθηση του ρεαλισμού σε μία ταινία, καθώς οι θεατές έχουν την αίσθηση του πραγματικού χρόνου και την ψευδαίσθηση ότι ακολουθούν τους ήρωες όπου πηγαίνουν.
Πολλοί σκηνοθέτες θα ήθελαν να κινηματογραφούν πιο συχνά μεγάλες σκηνές, όμως η δυσκολία να τις πετύχει κανείς, αφήνει μόνο τους πιο γενναίους να το κάνουν πράξη. Οι περισσότεροι από αυτούς τους “γενναίους” ωστόσο, κάνουν τέτοιες σκηνές για λόγους εντυπωσιασμού και όχι ουσίας. Σχεδόν το 99% της νέας ταινίας του Alejandro Gonzalez Inarritu, Birdman είναι μία μεγάλη σκηνή-ταινία. Και το 100% αυτής της σκηνής είναι απλός εντυπωσιασμός. Δε μπορώ να σκεφτώ κανένα άλλο λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει της απουσία κοψιμάτων μοντάζ στην ταινία. Η ταινία είναι πρακτικά μονταρισμένη σαν το Rope του Hitchcock, με τα κοψίματα να είναι κριμένα από το κοινό.
“Οι μεγάλες σκηνές μπορούν να αποκαλύψουν μικρά λάθη, με τους ηθοποιούς να μην έχουν την ευκαιρία να τα διορθώσουν σε τέτοιες σκηνές”, είπε ο Iñarritu στην press conference της ταινίας στην Βενετία, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την επιλογή του. Ξέχασε βέβαια να αναφέρει ότι και τα λάθη του σκηνοθέτη – ίσως ακόμα περισσότερο – να φαίνονται σε τέτοιες μεγάλες σκηνές.
Δεν είναι ότι η ταινία δεν είναι καλή – στην περισσότερη της διάρκεια είναι αρκετά καλή. Οι διάλογοι είναι πολύ καλά προβαρισμένοι και ο καθένας μπορεί να το δει αυτό. Αλλά ακόμα και με την επιδεικτική κίνηση της κάμερας, οι μεγάλης διάρκειας διάλογοι και αρκετά άλλα στοιχεία που κάνουν μια σκηνή δύσκολη να γυριστεί, η ταινία δεν έχει μία ενιαία ακολουθία που να είναι αλησμόνητη ή έστω αξιομνημόνευτη. Οι σκηνές είναι αποτέλεσμα της δουλειάς ενός πολύ προικισμένου σκηνοθέτη, αλλά δεν συναρπάζουν. Δεν έχουν το μεγαλείο που είχαν όταν η ταινία ήταν ακόμη ένα σενάριο στο χαρτί. Και ακόμα χειρότερα: ο θεατής δεν αισθάνεται την συσσωρευμένη ένταση που μία πραγματικά καλή μεγάλη σκηνή αφήνει τον θεατή να αισθανθεί. Μάλλον σπατάλη ενέργειας φαίνεται να είναι η χρήση των μεγάλων σκηνών.
Από την άλλη πλευρά, αυτό μπορεί να γίνει η λύτρωση της ταινίας. Το στυλ της, αν και επιδεικτικό, δεν είναι περιέργως ψεύτικο, κάνοντας το Birdman, ίσως την λιγότερο αλαζονική του σκηνοθέτη. Όπως ο Iñárritu είπε στην συνέντευξη τύπου “προσπαθεί να βγει εκτός της confort zone” του. Το “Birdman” είναι μία πολύ πιο “ελαφριά” ταινία από τις συνήθεις ταινίες του Iñárritu. Ωστόσο δείχνει, όχι και τόσο μέσα στα νερά του στο να είναι ελαφρύς. Μερικές σκηνές υποτίθεται ότι θα ήταν αστείες και άλλες υποτίθεται ότι θα ήταν συγκινητικές, όμως η ένταση και στις δύο περιπτώσεις δεν είναι σωστή. Οι σκηνές είναι αρκετά αδέξιες για να μας κάνουν να γελάσουμε ή να κλάψουμε. Στην ουσία δεν αισθανόμαστε σχεδόν τίποτα, αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο η ταινία μας κρατά μέχρι το τέλος της.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα στο Broadway, όπου ένας μεγάλος σε ηλικία ηθοποιός, ο Riggan (Michael Keaton), προσπαθεί να ξεφύγει από τον χαρακτήρα που τον έκανε διάσημο παλαιότερα, τον υπερήρωα Birdman (σε ένα εμφανή παραλληλισμό με τον Batman που έχει παίξει ο Keaton). O Riggan είναι τώρα ηθοποιός-σκηνοθέτης-σεναριογράφος του θεάτρου και ψάχνει να κάνει κάτι μεγάλο που θα δώσει στην ζωή του και την καριέρα του νόημα.
Το σενάριο είναι γεμάτο αυτοσαρκασμό με τον Keaton να μην φαίνεται να παίρνει στα σοβαρά την κατάσταση του χαρακτήρα του. Στο cast βλέπουμε επίσης την Naomi Watts, σαν μία ανασφαλή ηθοποιό και τον Edward Norton σαν έναν ταλαντούχο αλλά ενοχλητικό ηθοποιό. Η Emma Stone (που παίζει την κόρη του Riggan που μόλις έχει βγει από αποτοξίνωση) έκανε την καλύτερη εντύπωση σε αρκετές σκηνές της, ακόμη και αυτή όμως θα πρέπει να δείξει το ταλέντο της σε κάποια άλλη ταινία, καθώς ούτε ο δικός της χαρακτήρας, ούτε κανένας άλλος στην ταινία, είναι πραγματικοί χαρακτήρες, αλλά καρικατούρες. Τελικά αυτή η ελαφρότητα των χαρακτήρων του όμως είναι αυτό που κάνει το Birdman μία ταινία που βλέπει κάποιος ευχάριστα και την σώζει από την κατά τα άλλα μετριότητά της.
Bruno Ghetti