Βασιλικοί Γάμοι
(L'Échange des Princesses)
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2017 |
Διάρκεια: | 100 |
Χώρα: | Βέλγιο, Γαλλία |
Σκηνοθεσία: | Marc Dugain |
Σενάριο: | Chantal Thomas, Marc Dugain |
Ηθοποιοί: | Anamaria Vartolomei, Lambert Wilson, Olivier Gourmet |
Πρεμιέρα: | 17-05-2018 |
Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:





Το 1721, η Γαλλία θέλει να σφραγίσει την ειρήνη με την Ισπανία. Πώς; Μα με την συμφωνία ενός γάμου, ανάμεσα στον 11χρονο Λουδοβίκο 15ο, και την Maria Anna Victoria, μία 4χρονη Ισπανίδα. Ο Αντιβασιλέας της Γαλλίας, προσφέρει επίσης και την κόρη του, την 12χρονη Mademoiselle de Montpensier, για γάμο με τον Πρίγκιπα της Asturias, τον 14χρονο διεκδικητή του Ισπανικού θρόνου. Η Μαδρίτη δέχεται με χαρά τις προτάσεις, και οι εορτασμοί ξεκινούν, σε ένα μικρό νησί ανάμεσα στις δύο χώρες, αλλά όπως είναι φυσικό, τίποτα δεν θα πάει βάσει προγράμματος.
Τα δρώμενα των Βερσαλλιών επί εποχών παντοδυναμίας της μοναρχίας στη Γαλλία έχουν όχι μόνο αδιαμφισβήτητο ιστορικό ενδιαφέρον, αλλά και μια δυνατή δραματουργική μαγιά τόσο σε επίπεδο βιωμάτων των ανθρώπινων μονάδων που έζησαν εκεί όσο και ως ένας χάρτης των μηχανισμών που οδηγούν στην εναλλαγή των εξουσιών με διαχρονική ισχύ. Η διαχείριση ενός τέτοιου υλικού βεβαίως θέλει και μια ανάλογη προσοχή, καθώς όλη αυτή η συσσωρευμένη ίντριγκα σε συνδυασμό με το ότι ο κινηματογράφος εποχής αποτελείται σε μεγάλο κομμάτι από δράματα δωματίου άρα και μακροσκελών διαλόγων μπορεί να γείρει επικίνδυνα προς τη σαπουνόπερα σε ύφος. Ο Marc Dugain καταφέρει να αποφύγει αυτήν την παγίδα ακόμη κι αν η σκηνοθεσία, παρά τις σποραδικές όμορφες εικαστικές εκλάμψεις και τη σωστή καθοδήγηση των ηθοποιών, φλερτάρει με μια τηλεοπτικότητα, χάρη στο σεβασμό με τον οποίο προσεγγίζει την πλειοψηφία των ηρώων, και κυρίως το πρωταγωνιστικό κουαρτέτο των μικρών μονάρχων. Ολόκληρο το δράμα περιστρέφεται γύρω από την υποκειμενική πρόσληψη του ρόλου τους και την επίδραση που έχουν πάνω τους οι ενέργειες των ατόμων που τους περιβάλλουν: οι υπόλοιπες φιγούρες, ακόμη και τα μεγαλύτερα από τους ανθρώπους κόστη που επικρέμανται από τις αποφάσεις τους είναι σκιές, δεν αφορούν τόσο σε βάθος το σενάριο όσο οι μεταβαλλόμενοι ψυχισμοί των παιδιών που έτυχε να βρίσκονται στην ανώτατη για την εποχή θέση εξουσίας. Αυτή η ανθρωποκεντρικότητα του σεναρίου είναι που κερδίζει και το στοίχημα για το φιλμ συνολικά.
Ακόμη και όταν η ιστορία εικάζει προσθέτοντας στοιχεία που δεν έχουν αποδειχτεί από τα γεγονότα που έχουν καταγραφεί επισήμως, αυτά λειτουργούν αρμονικά με τον αφηγηματικό σκελετό που έχει χτιστεί, δε δίνουν την εντύπωση προσθηκών που έχουν γίνει για να καταστεί πιο «πιασάρικη» κι έντονη η δραματουργία. Αν μπορεί κάποιος να ψέξει τον Dugain για κάτι, αυτό είναι σίγουρα η ασφαλής ακαδημαϊκότητα του ύφους του αλλά και η κάπως στεγνή συναισθηματικά ματιά του, που προσγειώνει πολλές φορές στιγμές που υπό άλλες προϋποθέσεις θα έπρεπε να βιώνονται από το θεατή ως καταλυτικές και δυνατές. Ίσως να χρειαζόταν και μια ελαφρώς μεγαλύτερη χρονική διάρκεια για μια καλύτερη ανάπτυξη της προβληματικής αλλά και κάποιων χαρακτήρων, ειδικά του νεαρότερου σε ηλικία βασιλικού ζεύγους που παρότι πειστικά γραμμένο (δεν πρόκειται για δυο παιδιά που μιλούν σαν σαραντάρηδες όπως γίνεται σε λιγότερο προσεκτικά κινηματογραφικά σενάρια αλλά για άτομα που όντως ανταποκρίνονται συμπεριφορικά στην ηλικία τους και προσπαθούν να προσαρμοστούν σε ένα ενήλικο πλαίσιο λόγω του ρόλου τους) μοιάζει να υπολείπεται σε βαρύτητα έναντι του άλλου αντί αμφότερα να έχουν ίσο εκτόπισμα στο δράμα.
Παρά αυτά τα επιμέρους σφάλματα, πρόκειται σίγουρα για ένα αξιόλογο αποτέλεσμα. Βοηθούν και κάποιες εξαιρετικά εύστοχες ερμηνείες, με επίκεντρο την πηγαία και χειμαρρώδη Anamaria Vartolomei που αναλαμβάνει ένα μεγάλο για το νεαρό της ηλικίας της βάρος, καθώς το κείμενο επικεντρώνει στη δική της ηρωίδα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο χαρακτήρα και καταφέρνει όχι μόνο να βγάλει εις πέρας το βασικό της στόχο που είναι να ανταποκριθεί τυπικά στα καθήκοντα ενός πρωταγωνιστικού ρόλου, αλλά και να κάνει την υπέρβαση συναρπάζοντας με το πορτραίτο της, συνθέτοντας μια πολύπλοκη όσο κι ενδιαφέρουσα προσωπικότητα χάρη στους δικούς της μανιερισμούς. Σε ένα μικρό σχετικά, αλλά οργανικό για την ουσία του φιλμ πέρασμα ξεχωρίζει και η βετεράνος Andréa Ferréol στην οποία δίνεται κι ένας από τους ουσιαστικότερους, αν όχι ο πλέον σημαντικός, μονόλογος που εκστομίζεται κατά τη διάρκεια της ταινίας. Σε γενικές γραμμές οι Γάλλοι έχουν αποδείξει πολλάκις ότι η ταινία εποχής είναι ένα είδος που όχι απλά κατέχουν αλλά παίζουν στα δάχτυλα, και ακόμη κι αν δεν πρόκειται για ένα πραγματικά υπερβατικό δείγμα αυτής της κατηγορίας, το “L’Echange des Princesses” στέκεται σε ένα επίπεδο αντάξιο των στάνταρ που έχουν τεθεί διαχρονικά από την κινηματογραφία της χώρας αυτής και, το κυριότερο, παίρνοντας μια ξεκάθαρη στάση απέναντι στο θεσμό που απεικονίζει και τις πρακτικές που τον χαρακτηρίζουν.
