Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα (Three Days of the Condor) - Cinefreaks.gr Cinefreaks.gr

Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα

(Three Days of the Condor)


Είδος:

,

Έτος παραγωγής:
Διάρκεια: 118
Χώρα: Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Σκηνοθεσία:
Σενάριο:
Ηθοποιοί:
Πρεμιέρα: 09-08-2018

Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:

Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα είναι πολιτικό θρίλερ αμερικανικής παραγωγής του 1975. Η σκηνοθεσία είναι του Σίντνεϊ Πόλακ και το σενάριο των Ντέιβιντ Ρέιφιλ και Λορένζο Σιμπλ Τζ. Βασισμένο στην νουβέλα του 1974 “Οι Έξι Μέρες του Κόνδορα” του Τζέιμς Γκρέιντι. Πρωταγωνιστούν οι Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Φέι Ντάναγουει, Κλιφ Ρόμπερτσον και ο Μαξ φον Σίντοφ. Η ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερου μοντάζ και Χρυσής Σφαίρας Καλύτερου Α’ γυναικείου ρόλου σε δραματική ταινία.

Ο Τζο Τάρνερ (Ρόμπερτ Ρέντφορντ) είναι αναλυτής της CIA, με το κωδικό όνομα “Κόνδορας”. Εργάζεται στην Αμερικανική Λογοτεχνική και Ιστορική Λέσχη στην Νέα Υόρκη, που στην πραγματικότητα είναι γραφείο της CIA. Διαβάζει βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά από όλο τον κόσμο, ψάχνοντας για κρυμμένα μηνύματα. Ο Ταρνερ θα ετοιμάσει μια αναφορά για κάποιες παράξενες ενότητες ενός βιβλίου που βρήκε και θα την στείλει στα κεντρικά γραφεία της CIA. Κατά την διάρκεια ενός ολιγόλεπτου διαλείμματος ο Τάρνερ θα βγει από την Λέσχη και θα πάει σε ένα κοντινό καφέ για να φάει κάτι .Εν τω μεταξύ δύο άντρες θα μπουν μέσα στην λέσχη και θα δολοφονήσουν όλους τους συνεργάτες του Τάρνερ. Επιστρέφοντας στην Λέσχη ο Τάρνερ θα σοκαριστεί από το θέαμα αντικρίζοντας παντού πτώματα. θα φύγει αμέσως και θα ειδοποιήσει τα κεντρικά γραφεία της CIA, για το συμβάν.

Η μεγάλη νίκη της μαζικής πολιτικοποίησης και κινητοποίησης στο δυτικό κόσμο τη δεκαετία του ’70 ως απότοκο όσων συνέβησαν στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας (Μάης του ’68, διαδηλώσεις εναντίον του Βιετνάμ κ.α.) είναι ότι εμποτίστηκε στην πλειοψηφία του πληθυσμού η αμφισβήτηση του συστήματος, τάση που δε χαλιναγωγήθηκε ούτε με την απόπειρα νάρκωσης της συλλογικής συνείδησης στα πιο «εξομαλυμένα» ‘80s και ‘90s. Όλο αυτό το ρεύμα αποτυπώθηκε και στον αμερικάνικο κινηματογράφο, με το λεγόμενο συνωμοσιολογικό θρίλερ ως παρακλάδι της κατασκοπικής ταινίας να βρίσκει τον εχθρό μέσα στις δομές του κράτους αντί σε κάποια αντίπαλη χώρα. Λαμπρό παράδειγμα του είδους για αυτήν την περίοδο αποτελεί το “Three Days of the Condor”, σίγουρα μια από τις καλύτερες στιγμές στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη του, μελαγχολική υπενθύμιση του τι σήμαινε κάποτε το σινεμά που απευθυνόταν στις μάζες σε σύγκριση με τις ύστερες δεκαετίες και ορόσημο για τη μετεξέλιξη του ιδιώματος στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Το σενάριο ειδικά, το οποίο εξυφαίνει έναν πολυσύνθετο, όχι όμως δυσνόητο, ιστό διαπλεκόμενων συμφερόντων και αντιπαλοτήτων, βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με την εποχή του, όπου η φαινομενικά απλή σύγκρουση του ψυχροπολεμικού διπόλου Ανατολής και Δύσης δεν υπήρξε παρά μια βιτρίνα πίσω από την οποία βρισκόταν ένα πολύπλοκο δίκτυο αληθινών και ψεύτικων συμμαχιών στο οποίο οι τότε «παίκτες» του διεθνούς συστήματος προσπαθούσαν, πολλές φορές φοβισμένα, να κινηθούν προς ικανοποίηση των συμφερόντων τους, σε ένα περιβάλλον που στην πραγματικότητα πάντοτε ήταν γκρίζο.

Ωστόσο κάποια αδύνατα σημεία υπάρχουν, με κυριότερο το βεβιασμένο, και τελικά και μη απαραίτητο για την ανάπτυξη της πλοκής, ρομάντζο αλά σύνδρομο της Στοκχόλμης μεταξύ Robert Redford και Faye Dunaway, παρόλο που η χημεία ανάμεσα στην τραχειά ευθύτητα και αποφασιστικότητα του πρώτου και στη συναισθηματική τρωτότητα κι εσωστρέφεια της δεύτερης έχει ενδιαφέρον. Αρκετές σεναριακές ευκολίες που εμφανίζονται συγχωρούνται για χάρη του φινάλε που τοποθετεί τα πράγματα σε μια ρεαλιστική σκοπιά και σύμφωνα με το πνεύμα πεσιμισμού που επικρατούσε τη δεκαετία του ’70 στο σινεμά και ειδικά στις ταινίες που απετέλεσαν το λεγόμενο κύμα του New Hollywood. Στην ποιότητα του αποτελέσματος συμβάλλει φυσικά και ο ίδιος ο Pollack, σκηνοθετώντας με μια φινέτσα και μια αυτοπεποίθηση στους χειρισμούς των κανόνων του μέσου, δίνοντας ευρύχωρο περιθώριο στους ηθοποιούς στα κάδρα του όπως άλλωστε υπαγόρευε η τεχνοτροπία της εποχής, που φέρει καθαρά τη δική του υπογραφή και που θα επαναλαμβανόταν ακόμη και σε εντελώς διαφορετικές σε ύφος δουλειές του όπως για παράδειγμα το εμπορικά υπερπιτυχημένο “Tootsie”. Στις δε σκηνές δράσης καταλυτικό ρόλο παίζει το στακάτο (και υποψήφιο για Όσκαρ) μοντάζ που ακολουθεί το φρενήρες των δρώμενων και συντονίζει το θεατή με την αλλαγή ρυθμού που επιτελείται εκείνη τη στιγμή δίχως να του προκαλέσει σύγχυση.

Ακόμη και μια κάποια «αφέλεια» στην αντισυστημικότητα που διέπει το φιλμ λόγω του ότι αυτό το ρεύμα σκέψης μόλις τότε ξεκινούσε να μπουσουλάει στο mainstream κινηματογράφο και αφορά κυρίως το πως περιγράφει στις λεπτομέρειές του τον τρόπο λειτουργίας των μυστικών υπηρεσιών και των θεσμών που τις περιτριγυρίζουν, παρόλο που απέχει ακόμη από τη χειρουργικής ακρίβειας αληθοφάνεια μελλοντικών κατασκοπικών θρίλερ όπως το “Tinker, Tailor, Soldier, Spy”, προσθέτει μια παλιομοδίτικη γοητεία στο σύνολο κι ας έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Όμως το ανατριχιαστικό με το “Three Days of the Condor” είναι το πως η κεντρική ίντριγκα του σεναρίου κατέληξε να καθρεφτίζει εξελίξεις του πολύ άμεσου μέλλοντος της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής. Είτε αυτό έγινε τυχαία είτε ύστερα από μια επισταμένη και εις βάθος μελέτη του συγκεκριμένου αντικειμένου εκ μέρους των σεναριογράφων που διασκεύασαν τη νουβέλα που αποτέλεσε την πρωτογενή πηγή της ταινίας που οδήγησε και σε ακριβείς προβλέψεις εκ μέρους τους, αυτό που μένει είναι το ότι επρόκειτο για μια δημιουργία μπροστά από την εποχή της, για αυτό άλλωστε έχει αποκτήσει και την υστεροφημία που έχει.


Βαθμολογία Χρηστών


Προβολές