Η Μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς
(The Ballad of Buster Scruggs)
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2018 |
Διάρκεια: | 132 |
Χώρα: | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Σκηνοθεσία: | Ethan Coen, Joel Coen |
Σενάριο: | Ethan Coen, Joel Coen |
Ηθοποιοί: | Brendan Gleeson, James Franco, Liam Neeson, Tim Blake Nelson, Tom Waits, Zoe Kazan |
Πρεμιέρα: | 16-11-2018 |
Γράφει:
Από όποια πλευρά κι αν το δεις το western πάντα ήταν ένα είδος με βαθιά πολιτική ρίζα. Από τον αδίστακτο πιστολέρο μέχρι τον νομοταγή και by-the-book σερίφη, πάντα αφορούσε την δυναμική της εξουσίας, και ίσως και την εφαρμογή της.
Στην “Μπαλάντα του Μπάστερ Σκράγκς”, μία ταινία που αποτελείται από 6 μικρότερες, οι Joel και Ethan Coen προσπάθησαν να παίξουν με τον νόμο και την επιβολή του. Και όχι μόνο με τον νόμο του κράτους. Είναι ένα κινηματογραφικό παζλ, τα κομμάτια του οποίου έχουν δημιουργηθεί από σχεδόν όλη την γκάμα των σκηνοθετών εκεί έξω. Από την κωμωδία τύπου Farrelly, στον ρομαντισμό τύπου Coppola (για την Sofia λέμε), και από χαρακτήρες τύπου Scorcese, σε τρόμο τύπου Del Toro. Και όλα αυτά με την υπογραφή των Coen.
Η ταινία ενεργοποιεί την δράση της με ένα βιβλίο, του οποίου το στυλ και η εικονογράφηση δεν σου αφήνει περιθώρια για ερμηνείες: Θα δεις ένα μάτσο ιστορίες-παρωδίες με φόντο την Άγρια (σε όλα της) Δύση.
(minor spoilers ahead – και όταν λέω “minor”, το εννοώ. μην αποκαρδιωθείτε με την επανάληψη της λέξης “θάνατος”)
Η πρώτη εξ’ αυτών, “The Ballad of Buster Scruggs”, έχει σαν πρωταγωνιστή των Tim Blake Nelson, σαν έναν cowboy που τραγουδά, κυρίως ένα τραγούδι για τα κατορθώματά του. Το “Αηδόνι του San Saba”, όπως αυτοαποκαλείται εμφανίζεται με πεντακάθαρα ρούχα και ύφος που κάνει τους πάντες να τον υποτιμούν. Θα αποδείξει σχετικά γρήγορα βέβαια πως είναι ο σκληρός καριόλης που τραγουδάει στο τραγούδι του. Στο φινάλε του “επεισοδίου” έχουμε αλλαγή εξουσίας και θάνατο. Αλλά και πάλι, κάτω από την σκέπη των Coen.
Στο δεύτερο, “Near Algodones,” έχουμε μία καθαρά ειρωνική ιστορία, επικεντρωμένη σε ένα κλέφτη τραπεζών, των James Franco, ο οποίος επιτέλους θα βρεθεί απέναντι στον νόμο. Στην αρχή είναι ο νόμος των Ινδιάνων, οι οποίο τον κοροϊδεύουν και τον “παίζουν”. Έπειτα θα βρεθεί απέναντι από τον νόμο των ανθρώπων, που καμία όρεξη δεν έχει για παιχνίδια. Ο ίδιος νομίζει ότι κάνοντας πλάκα θα ξεφύγει. Στο φινάλε έχουν απώλεια εξουσίας και θάνατο.
Με την τρίτη ιστορία, “Meal Ticket,” οι Coen κοιτάχτηκαν λίγο στον καθρέφτη, έψαξαν και λίγο στο παρελθόν τους, και αναρωτήθηκαν, σαν άλλοι John Ford, ποια ίσως να ήταν η σπουδαιότητα της τέχνης σε μία εποχή σαν αυτή; Την εκείνη, αλλά και την τώρα. Η ιστορία ενός πλανόδιου αφηγητή (Ηarry Melling), χωρίς χέρια και πόδια, ο οποίος είναι ολοκληρωτικά στο έλεος του φραγκοφονιά εργοδότη του (Liam Neeson), μόνο ευχάριστη δεν είναι. Με άλλα λόγια, “πρέπει να τα φέρνεις στο ταμείο”. Μία κριτική ακόμα και για την επιλογή του Netflix σαν παραγωγή. Στο φινάλε έχουμε αλλαγή καλλιτεχνικής πορείας και θάνατο.
Στο τέταρτο “επεισόδιο”, “All Gold Canyon,” με πρωταγωνιστή τον Tom Waits, έχουμε την πιο απλή ιστορία από όλες. Ένας χρυσοθήρας προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει φλέβα χρυσού. Όταν θα το καταφέρει, θα ανακαλύψει ότι υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι που καραδοκούν, για να του στερήσουν την επιτυχία. Στο φινάλε έχουμε πείσμα και θάνατο.
Στην πέμπτη και μεγαλύτερη ιστορία από όλες, “The Gal Who Got Rattled,” έχουμε μία εξαιρετική ταινία μικρού μήκους. Μεγαλύτερο δραματικό arc, περισσότεροι χαρακτήρες, subplots σχεδόν σε όλους. Τα αδέρφια Alice Longabaugh (Zoe Kazan) και Gilbert Longabaugh (Jefferson Mays), θα φύγουν από το σπίτι τους με ένα καραβάνι (wing στο καραβάνι που φτάνει από το Μεξικό), για να φτάσουν μέχρι το Oregon. Εκεί ο Gilbert ελπίζει να παντρέψει την αδερφή του, προκειμένου να πετύχει μία εμπορική συμφωνία. Όταν ο αδερφός πεθάνει, η Alice δεν έχει πια που να πάει. Πολύ μακριά για να γυρίσει πίσω, καμία συμφωνία για να κλείσει στο Oregon. Κι όμως θα βρει κάποιον να αγαπήσει. Κι όμως, ο νόμος βρίσκεται και αυτός κοντά της. Στο φινάλε έχουμε παρεξήγηση και θάνατο.
Στην 6η, τελευταία, και πιο “Hateful-8” επηρεασμένη από όλες τις παραπάνω, ιστορία, “The Mortal Remains,” οι Coen έδειξαν την δύναμή τους. (δεν είμαι αντικειμενικός, καθώς ήταν μακράν η αγαπημένη μου από όλες). Τοποθετημένη ολόκληρη στο εσωτερικό μιας άμαξας, 5 συνεπιβάτες ταξιδεύουν, με τελικό προορισμό ένα ξενοδοχείο. Ο καθένας με την ζωή του και τις αντιλήψεις του. Μέσα σε αυτούς, δύο κυνηγοί επικηρυγμένων, όπου κουβαλούν ένα πτώμα. Η κυρία της παρέας πνίγεται σε ένα σημείο, αλλά ο οδηγός της άμαξας δεν σταματάει. Όχι γιατί δεν μπορεί. Είναι η πολιτική του ταξιδιού τέτοια. Οι κυνηγοί την ξέρουν. Οι άλλοι τρεις την αγνοούν. Στο φινάλε έχουμε συνειδητοποίηση. Θάνατο όχι; Θα σας αφήσω να το καταλάβετε μόνοι σας.
Η “Μπαλάντα” μπορεί να θεωρηθεί μία δραματική κωμωδία. Αλλά εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί και ως κωμικό δράμα. Οι Coen απλά έβγαλαν έξω τα παιχνίδια τους. Ξέρουν να παίζουν, γνωρίζουν όλους τους κανόνες, αλλά εδώ αποφάσισαν να σπάσουν και λίγο πλάκα. Το αποτέλεσμα είναι μία ταινία που από πάνω μέχρι κάτω έχει την υπογραφή τους, και φαίνεται.
Σε κάθε ιστορία προβάλλεται η εξουσία, η δύναμη, η χρήση της, και ίσως και η κατάχρησή της. Ο θάνατος δεν είναι κάθαρση, σε καμία από αυτές. Απλά συμβαίνει. Γιατί αυτό είναι. Δεν θέλουν να σου πουν “Ω δες εδώ τι βαθύ νόημα έδωσα στον θάνατο”. Δεν το έκαναν γιατί δεν χρειάζεται. Άλλωστε το ίδιο είχαν κάνει και στο “Burn After Reading”.
H “Μπαλάντα” πάντως ήχησε στα αυτιά μας σαν μελωδία.
