The Bachelor 2 - Cinefreaks.gr Cinefreaks.gr

The Bachelor 2



Γράφει:

Η εισπρακτικά επιτυχημένη, ελληνική κωμωδία του 2016, “The Bachelor“, έχει φέτος τη συνέχειά της, με τη γνωστή αντροπαρέα να ξανασμίγει για ένα νέο bachelor.

Ένας φίλος της παρέας από τα παλιά (Ηλίας Μελέτης) παντρεύεται και αυτό θα αποτελέσει την ιδανική αφορμή για νέες περιπέτειες της παρέας των Γιάννη Τσιμιτσέλη, Νίκου Βουρλιώτη και Θανάση Βισκαδουράκη. Αυτήν τη φορά, όμως, ο γάμος γίνεται στην Κρήτη και ο γαμπρός θα έχει να τα βάλει με τον σκληροτράχηλο Κρητικό πεθερό…

Η πλειοψηφία των εγχώριων κωμωδιών έχει μια τηλεοπτική λογική στο στήσιμο καταστάσεων και στην αισθητική, θέτοντας χαμηλά τον πήχη για το κοινό που έχει σχεδόν δεδομένο στο μυαλό του τι θα πάει να δει αν αποφασίσει να δώσει τα λεφτά του για ένα ελληνικό φιλμ της συγκεκριμένης κατηγορίας. Τόσο το πρώτο “The Bachelor” όσο και αυτό το σίκουελ προσπαθούν να διαφοροποιηθούν σε σκηνοθετική νοοτροπία τουλάχιστον από αυτήν την πεπατημένη, γιατί αν το πιάσει κανείς από σεναριακή άποψη θα αναπολήσει ακόμη και τις ελληνικές σειρές που κόβονταν ύστερα από μονοψήφιο αριθμό επεισοδιών στις χρυσές εποχές της ιδιωτικής τηλεόρασης όταν κάθε φθινόπωρο ξεφύτρωναν δεκάδες προϊόντα μυθοπλασίας για τη μικρή οθόνη. Διόλου τυχαία, όπως και στην προηγούμενη ταινία, το σενάριο έχει την υπογραφή της Ρένας Ρίγγα που παρήγαγε έναν αξιοπρόσεκτο αριθμό σήριαλ από τη δεκαετία του ’90 κι έπειτα με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ίσως το “Ευτυχισμένοι Μαζί”, για αυτό και τα μπερδέματα, οι φαρσικές εκρήξεις, οι στερεοτυπικές φιγούρες, όλα μοιάζουν να έχουν βγει από την τηλεόραση παρά την προσπάθεια να υιοθετηθεί μια κινηματογραφική λογική στην πλανοθεσία με πολλές εναέριες λήψεις και την κάμερα να κινείται ελαφρώς περισσότερο από το μέσο όρο της ντόπιας παραγωγής. Κοινώς, άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.

Αυτό θα ήταν συγχωρητέο αν το σύνολο αποδεικνυόταν λειτουργικό ή έστω κάπως αστείο. Σε μια διάρκεια σχεδόν δύο ωρών, το καλύτερο που επιτυγχάνεται είναι κάποια σκόρπια μειδιάματα ή αδύναμα γέλια που οφείλονται κυρίως στο μεράκι των πιο πηγαία ταλαντούχων συντελεστών όπως αυτό του Ζήση Ρούμπου που κάνει ένα μικρό αλλά χαριτωμένο πέρασμα. Δεν υπάρχει ούτε καν κάποιο ίχνος από την ανά στιγμές ιδιοσυγκρασιακή γραφή της Ρίγγα. Γενικότερα πρόκειται για ένα προϊόν χωρίς προσωπικότητα, ένας χυλός σύγχρονων αμερικάνικων επιρροών κι ελληνικών κλισέ με μια προσχηματική πλοκή που προχωρά άτσαλα και άτεχνα από τη μία κατάσταση στην επόμενη και χαρακτήρες δίχως ψυχολογική υπόσταση. Υπάρχουν και κάτι αμφίβολης ποιότητας ευρήματα όπως η ιδιαίτερα εκνευριστική παρουσία του Τόνι Σφήνου ως άλλος Loki (της σκανδιναβικής μυθολογίας, όχι της Marvel) που σαν από μηχανής θεός από την ανάποδη παρεμβαίνει για να προκαλέσει ευτράπελα και να ταράξει τα νερά, με την τελική αποκάλυψη για το λόγο της ανάμειξής του στα δρώμενα που εξορθολογίζει την ύπαρξή του στο φιλμ να είναι χειρότερη σύλληψη και από το να ήταν απλά ένα ζωντανό καρτούν που μπήκε ως ιδέα στο σενάριο για μερικά έξτρα καλαμπούρια. Η εντύπωση της ταινίας ταχείας κατανάλωσης γίνεται ακόμη βαρύτερη αν ληφθεί υπόψιν και η ανελέητη λαίλαπα τοποθέτησης προϊόντων που ειδικά στα πρώτα λεπτά γίνεται με ρυθμό blast beat.

Εγκλωβισμένοι σε ένα σενάριο-κουρελού που συρράφει συμβάντα που δεν κολλούν αρμονικά μεταξύ τους για να φτιάξουν μια ιστορία με συνοχή, οι ηθοποιοί δε βοηθούν στο να ξεκολλήσει από το βάλτο το αποτέλεσμα. Οι γυναίκες του καστ δεν υφίστανται ερμηνευτικά γιατί το κείμενο καθαυτό δεν τους δίνει επαρκές υλικό για να δουλέψουν επάνω του, ενώ από τους άντρες άλλοι απλά υποδύονται τον εαυτό τους (Γιάννης Τσιμιτσέλης, Γιώργος Μαυρίδης), άλλοι προσφέρουν τη γνωστή, χιλιοπαιγμένη μανιέρα τους (Δημήτρης Τζουμάκης, Δημήτρης Πιατάς) και άλλοι απλά δεν έχουν καν κάποιο προσωπικό στίγμα (Νικόλας Μπράβος, Νίκος Βουρλιώτης). Όσο κυλάει ο χρόνος τόσο πιο πολύ μένει η γεύση μιας αφορμής να βρεθούν μαζί όλοι οι συντελεστές, να πάρουν την αμοιβή τους και να περάσουν καλά. Αυτό δεν είναι από μόνο του κακό, παρά μόνο όταν δεν υπάρχει έμπνευση και γένεση ιδεών όπως εδώ. Οι δε υποσχέσεις και για επόμενο σίκουελ που δίνονται στο φινάλε περισσότερο σαν απειλές ακούγονται αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά στον τρόπο αντίληψης κι εκτέλεσης των συντελεστών. Το μόνο που γίνεται βέβαιο όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους είναι πως χρειάζεται ένας πραγματικός «εγκέλαδος» σε πνευματικό επίπεδο για να ανακάμψει στην Ελλάδα η κωμωδία στη μεγάλη οθόνη…

Βαθμολογία: 0/5


Βαθμολογία Χρηστών


Προβολές