Έρωτας στη Σιβηρία (Siberia) - Κριτική ταινίας - Cinefreaks.gr Cinefreaks.gr

Έρωτας στη Σιβηρία

(Siberia)


Είδος:

, ,

Έτος παραγωγής:
Διάρκεια: 115
Χώρα: Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Σκηνοθεσία:
Σενάριο:
Ηθοποιοί: , ,
Πρεμιέρα: 26-07-2018

Γράφει:

Ένας Αμερικανός έμπορος διαμαντιών ταξιδεύει στη Ρωσία για να πουλήσει σπάνια μπλε διαμάντια αμφιλεγόμενης προέλευσης. ο Ρώσος συνεργάτης του εξαφανίζεται, η συμφωνία που είχε κάνει καταρρέει και εκείνος ταξιδεύει στη Σιβηρία για να τον αναζητήσει. Στη μικρή πόλη της Σιβηρίας γνωρίζει μια Ρωσίδα ιδιοκτήτρια καφέ, την Κάτια, που ερωτεύεται παράφορα. Οι δυο τους θα πιαστούν σε μία θανατηφόρα ανταλλαγή πυρών μεταξύ του αγοραστή και της ομοσπονδιακής υπηρεσίας πληροφοριών και θα έρθουν αντιμέτωποι με οριακές καταστάσεις.

Υπάρχουν φιλμ που κατά τη διάρκεια της θέασής του δημιουργούν εύλογα ερωτήματα ως προς το γιατί επιλέχτηκε να γυριστούν, κάτι που αφορά πρωτίστως το σενάριο που αποφασίστηκε από μια ομάδα ιθυνόντων να υλοποιηθεί ως ολοκληρωμένο έργο. Το “Siberia” αποτελεί μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση. Στο διττό ρόλο που αναλαμβάνει ως κάτι σαν αστυνομικό θρίλερ από τη μία και ως σκοτεινό ρομάντζο από την άλλη αποτυγχάνει σε αμφότερους τους τομείς για πολλούς λόγους, με πρώτο και σημαντικότερο το ότι ποτέ το κείμενο δε βάζει το θεατή στη διαδικασία να ενδιαφερθεί για τα επί της οθόνης δρώμενα και τους χαρακτήρες. Ποτέ δε μαθαίνει το κοινό τι κουβαλάει το ζεύγος των Reeves και Ularu στα εσώψυχά του (για δευτερεύοντες χαρακτήρες ούτε λόγος, για να μη γίνει εκτεταμένη αναφορά στο ρατσιστικό του θέματος, ασχέτως αν έγινε εκουσίως η ακουσίως, όσον αφορά τους Ρώσους άρρενες που πλαισιώνουν τους πρωταγωνιστές, εκ των οποίων δεν υπάρχει ούτε ένας που να μην έχει κάποια τάση για βία ή διαφθορά), όχι από μια δημιουργική επιλογή που ενδεχομένως να άφηνε και κάποιες χαραμάδες υπόνοιας για το παρελθόν των ηρώων, αλλά επειδή ξεκάθαρα και ο ίδιος ο Scott B. Smith δείχνει να μην ενδιαφέρεται καν, με το σενάριο να εκπέμπει γενικά μια άσχημη γεύση «ξεπέτας». Το δε «θριλερικό» κομμάτι της ταινίας έχει τόση πλαδαρότητα και κακή αίσθηση ρυθμού που αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν ως προς το πως διαχειρίζεται το σασπένς, εκμηδενίζοντάς το ουσιαστικά.

Ακόμη κι εκεί που πάει να φανεί κάτι που να έχει υπόβαθρο που να χρήζει περαιτέρω ανάλυσης, όπως οι σεξουαλικές σκηνές μεταξύ των πρωταγωνιστών, είναι τέτοια η έλλειψη εστίασης του φιλμ που μέχρι να κάτσει ο θεατής να εξετάσει τις παραμέτρους των στιγμών αυτών, η προσοχή της κάμερας μεταφέρεται στις αδιάφορες ίντριγκες που περιβάλλουν τη δουλειά του αντιήρωα του Keanu Reeves, μην αφήνοντας έτσι χώρο στο κεντρικό ειδύλλιο να αναπνεύσει και κατά συνέπεια να αποκτήσει ουσιαστικό και όχι απλά διακοσμητικό ρόλο μέσα στην ιστορία. Το να είναι μια κινηματογραφική δημιουργία σχεδόν κενή συμβάντων, όπως γίνεται εδώ, συγχωρείται, αν αυτό αναπληρώνεται από το περιεχόμενο και το νόημα που βρίσκεται πίσω από αυτά. Το “Siberia” όμως είναι ένα άδειο κουτί, που δεν είναι καν ευπαρουσίαστο παρά την απουσία ενυπάρχοντος υλικού. Δεν υπάρχει δεύτερο επίπεδο εδώ, παρά μόνο μια κοινότοπη ιστορία αλληλοσυγκρουόμενων σκοτεινών συμφερόντων με ένα τσαπατσούλικα γραμμένο ρομάντζο για συνοδευτικό. Κάπως έτσι, όταν έρχεται και η κορύφωση, επικρατεί μια αίσθηση πως είναι πολύ αργά για να κερδηθεί έδαφος ως προς το ενδιαφέρον αυτού που παρακολουθεί.

Ερμηνευτικά μονάχα η Ana Ularu προσπαθεί κάπως να δώσει βάθος στο ρόλο της μέσω μανιερισμών με νόημα, με το συμπρωταγωνιστή της να αρκείται σε ένα μονοδιάστατο παίξιμο, το στυλ του οποίου έχει δυστυχώς λίγο πολύ καθιερώσει από τη στιγμή που μπήκε στο κινηματογραφικό κύκλωμα. Οι καρατερίστες πνίγονται μπροστά στο χονδροειδές των καρικατούρων που καλούνται να υποδυθούν. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα από τη σχεδόν κωμικά εκνευριστική μουσική των συνήθως αξιόπιστων Danny Bensi και Saunder Jurriaans. Αν κάτι διασώζεται από το συνολικό φιάσκο, αυτό είναι μία ή δύο σκηνές που πράγματι διέπονται από ένταση και ξεχωρίζουν μέσα στο γενικά υποτονικό και αργόσυρτο κλίμα που επικρατεί στο φιλμ και το μάτι του Matthew Ross που τουλάχιστον ξέρει να εκμεταλλευτεί τα ψυχρά, μελαγχολικά και απόμακρα τοπία στα οποία εκτυλίσσεται η πλοκή. Χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, χωρίς καν μια έστω ελάχιστη συνείδηση ταυτότητας που θα μπορούσε να την κατηγοριοποιήσει, η ταινία μοιάζει καταδικασμένη, απολύτως δίκαια, να βυθιστεί στη λήθη του κοινού, μιας και πέραν όλων των άλλων αδυναμιών της αδυνατεί επιπλέον να εξυπηρετήσει αρετές του λεγόμενου κινηματογράφου είδους που είναι και αυτός που προτιμάται από τη μεγάλη πλειοψηφία των θαμώνων των σκοτεινών αιθουσών, αφού το τελικό προϊόν είναι ένα φλου αμάλγαμα, κατασκευασμένο θαρρεί κάποιος επίτηδες για να μην ικανοποιήσει απολύτως κανένα.


Βαθμολογία Χρηστών


Προβολές