Shock Waves
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2018 |
Σκηνοθεσία: | Lionel Baier, Ursula Meier |
Σενάριο: | Antoine Jaccoud, Julien Bouissoux, Lionel Baier, Ursula Meier |
Ηθοποιοί: | Fanny Ardant, Kacey Mottet Klein |
Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:





Δύο ταινίες μεσαίου μήκους για δύο αληθινές ιστορίες. Στο “Journal de ma tete”, ο 18χρονος Benjamin Feller στέλνει στην καθηγήτριά του το προσωπικό του ημερολόγιο, λίγο πριν δολοφονήσει και τους δύο γονείς του, όπου της εξηγεί τα αίτια της πράξης του και τον προσεκτικό σχεδιασμό της. Στο “Prenom: Mathieu”, ο 17χρονος Mathieu Reymond προσπαθεί να ξεπεράσει το τραύμα που του άφησε η βίαιη επίθεση και βιασμός που δέχθηκε από έναν κατά συρροή βιαστή και δολοφόνο νεαρών αγοριών, ενώ παράλληλα βοηθά την τοπική αστυνομία στην έρευνα για την αναζήτηση του ενόχου.
Τα πρώτα δύο από τα τέσσερα μέρη μιας ελβετικής σειράς βασισμένης σε αληθινά αστυνομικά γεγονότα, το “Shock Waves” προβλήθηκε στο Πανόραμα της Berlinale υποσχόμενο, από τον τίτλο του κιόλας, να σοκάρει και να συγκλονίσει, με ενδιαφέρουσες και παράξενες αληθινές ιστορίες. Η πρώτη από αυτές έρχεται διά χειρός της Ursula Meier, με πρωταγωνίστρια τη μεγάλη Fanny Ardant, και επιχειρεί μια ενδοσκόπηση στον ψυχισμό του διαταραγμένου μυαλού του δολοφόνου και πώς αυτός έχει επηρεαστεί από τους πνευματικούς καθοδηγητές του, όπως μια καθηγήτρια στο σχολείο, τα λογοτεχνικά ινδάλματά του και την Τέχνη εν γένει. Η Ardant παραδίδει μια γαλήνια και ήρεμη ερμηνεία, χωρίς ξεσπάσματα και εντάσεις, στον ρόλο της γεμάτης ενοχές και τύψεις καθηγήτρια που αισθάνεται πως ευθύνεται για την τραγική τροπή που πήρε η ζωή του μαθητή της, όμως η αληθινή αποκάλυψη της ταινίας είναι ο νεαρός Kacey Motet-Klein: η σκηνή όπου, αλλόφρων, τρέμοντας και κλαίγοντας με λυγμούς, παραδίνεται στην αστυνομία είναι μία από τις πιο σοκαριστικές και συγκινητικές σκηνές που είδαμε σε ταινία στο φεστιβάλ. Το ζήτημα της πιθανής ηθικής αυτουργίας της καθηγήτριας και, ακόμα περισσότερο, το κατά πόσο η ίδια τοποθετεί τον εαυτό της στο εδώλιο του κατηγορουμένου αγγίζεται, αλλά δεν αναλύεται εις βάθος στα μόλις 70 λεπτά φιλμικού χρόνου της ταινίας.
Ακόμα λιγότερο εμβριθής και ενδελεχής είναι η κατάδυση που κάνει η δεύτερη ταινία, αυτή του Lionel Baier, στην ψυχολογία και το μετατραυματικό στρες του θύματος βιασμού, ειδικά γένους αρσενικού και τη δεκαετία του ’80. Η ιστορία που αφηγείται το φιλμ είναι ενδιαφέρουσα και η απεικόνιση της κλειστόμυαλης κοινωνίας αυτής της ελβετικής μικρής πόλης, όπου ο κάθε γείτονας παρακολουθεί μέσα από την κλειδαρότρυπα και πίσω από τις κλειστές κουρτίνες τη δυστυχία και την προσωπική τραγωδία του διπλανού, είναι ανάγλυφη και εύστοχη. Δεν καταφέρνει όμως ποτέ να κοιτάξει πραγματικά μέσα στη ψυχή και το μυαλό του νεαρού του ήρωα, απλώς παραθέτει γραμμικά τα γεγονότα και την εξέλιξή τους.
Εν τέλει, και οι δύο ταινίες, όσο και αν ήθελαν να αποτελέσουν “κύματα σοκ” και όσο και αν διέθεταν τα φόντα και το απαραίτητο υλικό για να το πετύχουν, δεν κατάφεραν να είναι τίποτα παραπάνω από αυτοτελή επεισόδια διεκπεραιωτικής αστυνομικής σειράς για τις μάζες, κάτι σαν έναν “Κόκκινο Κύκλο” αλά ελβετικά δηλαδή. Απορούμε πραγματικά για το πώς κάτι τέτοιες μετριότητες βρίσκουν τον δρόμο τους για ένα φεστιβάλ σαν αυτό…
