The Prayer
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2018 |
Διάρκεια: | 107 |
Χώρα: | Γαλλία |
Σκηνοθεσία: | Cédric Kahn |
Σενάριο: | Fanny Burdino, Samuel Doux |
Ηθοποιοί: | Àlex Brendemühl, Anthony Bajon, Damien Chapelle |
Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:





Ο 22χρονος Τόμας είναι ένας ναρκωμανής που προσπαθεί να απεξαρτηθεί. Αποφασίζει να εισαχθεί σε ένα χριστιανικό ίδρυμα, το οποίο αποτελείται από πολλούς νεαρούς άντρες που έχουν κάποιο πρόβλημα εθισμoύ και προσπαθούν να το ξεπεράσουν μέσα από μια ασκητική ζωή. Ο χώρος στον οποίο ζουν έχει τους ρυθμούς και τη λειτουργία ενός μοναστηριού και οι αξιακές αρχές που τον διέπουν είναι προσαρμοσμένες σε αυτές της καθολικής εκκλησίας. Ο Τόμας δυσκολεύεται απίστευτα να προσαρμοστεί στη νέα του ζωή. Ωστόσο γνωρίζει πως αυτή είναι και η τελευταία του ευκαιρία να γλυτώσει από τα ναρκωτικά.
Η 11η μεγάλου μήκους ταινία του Σέντρικ Καν, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στην 68η Berlinale, είναι μια ωδή στις αξίες της φιλίας, της ταπεινής ζωής και, κυρίως, των χριστιανικών ιδεωδών. Όποιοι ταυτίζονται με τέτοιου τύπου απλοϊκά σχήματα ως εργαλεία λύτρωσης από τα καθημερινά προβλήματα -και κυρίως από τόσο «βαριά» προβλήματα όσο αυτό της εξάρτησης από τα ναρκωτικά- μάλλον θα συγκινηθούν από την προσπάθεια του Καν. Οι υπόλοιποι θα κατανοήσουν, πολύ πιο έντονα όσο περνάει η ώρα, ότι η ταινία που παρακολουθούν πάσχει από βάθος σε επίπεδο περιεχομένου.
Και όμως, η έναρξη του «The Prayer» και γενικά, το πρώτο περίπου μισάωρό του, θα πείσει τον θεατή πως θα προσεγγίσει το ζήτημα με το οποίο καταπιάνεται με μια ωριμότητα και με την εκβάθυνση που του αντιστοιχεί. Η αφηγηματική διαδρομή ωστόσο είναι η αντίστροφη: αντί το σενάριο να «σκάψει» βαθύτερα στα κίνητρα, τις επιθυμίες και τις αντιφάσεις των πρωταγωνιστών, σταδιακά τους απογυμνώνει από οποιοδήποτε χαρακτηριστικό τους θα μπορούσε να τους κάνει περίπλοκους (και ως εκ τούτου ρεαλιστικούς), τους «σερβίρει» ευκολοχώνευτες απαντήσεις για τα προβλήματά τους και εκείνοι τις… τρώνε με ευχαρίστηση σαν τυπικές μονοδιάστατες φιγούρες που πάσχουν από σεναριακή στιβαρότητα.
Είναι αληθινά κρίμα γιατί τα στοιχεία ρομάντζου που εισάγονται στην αφήγηση αυτής της δύσκολης διαδρομής του πρωταγωνιστή θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ένα πολύ ενδιαφέρον, αντιπαραθετικό δίπολο ανάμεσα στον Έρωτα και την Πίστη, ανάμεσα σε ένα παρορμητικό και «γήινο» συναίσθημα δηλαδή και μια συνθήκη που βασίζει την ύπαρξή της σε μεταφυσικές προσμονές για μετά θάνατον ζωές και συγχωρήσεις μέσω της ταπεινότητας και άλλα τέτοια. Ένα τέτοιο δίπολο ωστόσο θα προϋπέθετε μια κριτική ματιά του σκηνοθέτη στο φαινόμενο της θρησκείας, ματιά που δεν έχει και, παρά τη διαλλακτικότητά του απέναντι στον «αμαρτωλό» έρωτα, δεν έχει την πρόθεση να προωθήσει.
Και κάπως έτσι, ξεμένουμε με ένα ρηχό στόρι, με απαντήσεις που δίνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην κακοκαρδιστεί κανείς και ώστε να μην προκύψουν αντιθέσεις και συνολικά, με μια νερόβραστη ταινία που το μόνο που αφήνει ως ανάμνηση στο μυαλό του θεατή είναι οι ωραίες ερμηνείες, που όμως δεν φτάνουν ούτε για να σώσουν συνολικά την κατάσταση ούτε για να αξιοποιήσουν τις χαμένες ευκαιρίες που δίνει η αρχική ιστορία.