Πικαδέρο
(Pikadero )
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2017 |
Διάρκεια: | 96 |
Χώρα: | Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία |
Σκηνοθεσία: | Ben Sharrock |
Σενάριο: | Ben Sharrock |
Ηθοποιοί: | Bárbara Goenaga, Joseba Usabiaga, Ylenia Baglietto |
Πρεμιέρα: | 14-09-2017 |
Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:





Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τις “αποτυχημένες” προσπάθειες ενός ζευγαριού να βρει ένα χώρο για να ζήσουν τον έρωτα τους (πικαδέρο είναι μια Ισπανική λέξη που αναφέρεται σε δημόσιους χώρους που πηγαίνουν οι εραστές που δεν έχουν δικό τους σπίτι), καθώς όπου κι αν βρεθούν κάποιος ή κάτι θα τους διακόψει. Μια φανταστική ρομαντική κομεντί των καιρών της κρίσης που δεν αφήνει καμία παράμετρο της ζωής μας ανεπηρέαστη.
Επιχειρώντας ένα βάπτισμα του πυρός σε ταινία μεγάλου μήκους και κερδίζοντας φεστιβαλικές δάφνες από το Εδιμβούργο μέχρι τη Ζυρίχη, ο Ben Sharrock παραδίδει μια πολύ ιδιαίτερη, πολύ ιδιοσυγκρασιακή σε ύφος και χιούμορ δραμεντί, που σε πολλές φάσεις φέρνει στο μυαλό στην αισθητική της πλανοθεσίας του και στον τρόπο διαλογικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των χαρακτήρων του μέχρι και το εγχώριο weird wave, με μεγαλύτερη ισορροπία όμως και χωρίς αλληγορική διάθεση. Η ιστορία είναι χαλαρή σε δομή, ενίοτε και σε υπερβολικό βαθμό, με κάποιες σκηνές να φαντάζουν σαν αυτόνομα σκετσάκια. Αν μπορεί να συγχωρεθεί εν μέρει ο δημιουργός είναι γιατί τουλάχιστον διαθέτει μια οπτική με άποψη. Υπάρχουν αρκετές στιγμές που αυτό το στυλ που υιοθετείται φαντάζει αποξενωτικό για το θεατή, γεγονός που εντείνεται ακόμη περισσότερο από το ρόλο του πρωταγωνιστή και την ερμηνευτική του απόδοση από τον Joseba Usabiaga. Απόμακρος, λιγομίλητος, εσωστρεφής και φαινομενικά άβουλος, με μια συμπεριφορά που ακροβατεί στα όρια του κοινωνικού αυτισμού, είναι ένας ήρωας του οποίου ο ψυχισμός παραμένει ένα αίνιγμα σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, κι αν υπάρχουν κάποια ψίχουλα ενδείξεων για το γιατί τηρεί μια τόσο ιδιόρρυθμη στάση ζωής (για παράδειγμα μια ασφυκτικά επιβλέπουσα μητέρα που λειτουργεί μέχρι κι ευνουχιστικά) και πάλι δεν είναι αρκετά για το σχηματισμό μιας πλήρους εικόνας. Αυτή η επιλογή είναι εν μέρει γοητευτική, προσδίδει μια μυστηριακή αύρα προκαλώντας το θεατή να γεμίσει μόνος του τα κενά, ταυτόχρονα όμως αφήνει μια αίσθηση ενός ανικανοποίητου κενού ή ακόμη και δημιουργικής ατολμίας από την πλευρά του σεναρίου που αρνείται να βουτήξει στα βαθιά μιας αντισυμβατικής προσωπικότητας.
Αντιθέτως, και είναι και ο λόγος που υπάρχει μια χημεία του τύπου «τα ετερώνυμα έλκονται» μεταξύ του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, γεμάτη ζεστασιά και γλυκήτητα είναι η ερμηνεία της Bárbara Goenaga που μεταδίδει το ακριβώς αντίθετο της ατμόσφαιρας που επικρατεί σε όλο το φιλμ, σαν μια ανεξάρτητη πηγή θερμότητας που ξεχωρίζει σε ένα ψυχρό περιβάλλον, όπως βλέπει ένα άτομο κάποιο άλλο άλλωστε όταν είναι ερωτευμένο όπως συμβαίνει εδώ. Αξίζει να σημειωθεί και ο εξαιρετικός τρόπος με τον οποίο το “Pikadero” απεικονίζει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στην Ισπανία, δίχως λεπτό να ηθικολογεί ή να γίνεται πομπώδες, απλά αποτυπώνοντας μέσω εικόνων μια σκληρή αλήθεια, μια νοσηρή πραγματικότητα που συμβάλλει στο να αυτοεγκλωβιστούν οι ήρωές του. Μια κυρία να ψάχνει στα σκουπίδια για να φάει, ένας πιθανότατα άστεγος να κοιμάται έξω σε ένα σταθμό του τρένου, ένας φίλος που μαθαίνει γερμανικά για να φύγει στη χώρα που απορροφά την πλειοψηφία των μυαλών στην Ευρώπη, νεαροί που αναγκάζονται για οικονομικούς λόγους να μένουν στα σπίτια των γονιών τους ντροπιασμένοι που δεν μπορούν να απογαλακτιστούν, επίπονες τελικές αποφάσεις που λαμβάνονται με κριτήριο το βιοπορισμό. Απλό και ουσιαστικό το «κατηγορώ» του σκηνοθέτη και σεναριογράφου, θα μπορούσε να διδάξει κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό σε μια εποχή που δυστυχώς δεν αρθρώνεται σε ικανοποιητικό βαθμό κινηματογραφικός λόγος (σπουδαίες εξαιρέσεις τύπου “I, Daniel Blake” δεν αρκούν) για αυτό που συντελείται στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα σε επίπεδο άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Όλα βαδίζουν σε ένα προδιαγεγραμμένο μεν αλλά ταιριαστά πικρό και ρεαλιστικό φινάλε μακριά από το feelgood με το ζόρι κλίμα που δυστυχώς καλλιεργεί πολλάκις το ιδίωμα. Διατηρώντας χαμηλούς τόνους μέχρι και την τελευταία στιγμή, με τα όποια πάθη και τις εντάσεις πάντοτε να εσωτερικεύονται και ποτέ να εκρήγνυνται, το πόνημα του Sharrock δεν είναι για όλους, δεν αποκλείει όμως το κοινό με μια ελιτίστικη διάθεση. Υπάρχουν πολλά συναισθήματα κάτω από τη φαινομενικά ψυχρή επιφάνεια, τα οποία αν ο θεατής διατίθεται να αφουγκραστεί θα τον αποζημιώσουν και με το παραπάνω. Δεν είναι ένα τέλειο ντεμπούτο μεγάλου μήκους, ούτε καν εντελώς πρωτότυπο στη σύλληψή του, πρόκειται όμως για ένα αξιολάτρευτο δείγμα σινεμά εκτός συνταγών και μια ελπιδοφόρα υπόσχεση για το μέλλον για το δημιουργό του.
