Οι Παρτιζάνοι των Αθηνών
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2018 |
Διάρκεια: | 72 |
Χώρα: | Ελλάδα |
Σκηνοθεσία: | Γιάννης Ξύδας, Ξενοφώντας Βαρδαρός |
Σενάριο: | Γιάννης Ξύδας |
Ηθοποιοί: |
Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:





Ένα ντοκιμαντέρ για την εαμική Αντίσταση την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα (’41-’44). 14 πρόσωπα, μεγάλης- όπως είναι λογικό- ηλικίας (κάποιοι δε βρίσκονται πλέον εν ζωή), αφηγούνται τις ιστορίες τους από εκείνη την εποχή. Οι ιστορίες αυτές μπλέκονται, γίνονται συνέχεια η μια της άλλης και υποστηρίζονται από τις δεκάδες φωτογραφίες που τις συνοδεύουν.
Οι δημιουργοί προσπαθούν να τηρήσουν μια χρονολογική συνέχεια στα διαφορετικά περιστατικά που τους διηγήθηκαν οι “πρωταγωνιστές” τους κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων. Ξεκινάνε, λοιπόν,με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα και τη μεγάλη πείνα που ακολούθησε το χειμώνα του ’41 και η ταινία ολοκληρώνεται με ιστορίες από το τέλος του πολέμου το ’44, λίγο πριν τα θλιβερά γεγονότα των Δεκεμβριανών. Έμφαση δίνεται περισσότερο στους Έλληνες “προδότες” (δωσίλογους κτλ), παρά στον ξένο κατακτητή. Επιπλέον, γίνεται αναφορά και σε λιγότερο γνωστές ομάδες αντίστασης της εποχής. Εκτός από μια περίπτωση, γενικά, οι άνθρωποι που στέκονται μπροστά στο φακό δε συγκινούνται, στέκονται περήφανοι και μεταφέρουν την αίσθηση πως παρ’ όλες τις δυσκολίες το ηθικό των ανθρώπων τότε ήταν ακμαίο και υπήρχε αλληλεγγύη.
Μέσα στους 14 ηλικιωμένους, συναντάμε και το σκηνοθέτη Μάνο Ζαχαρία. Μάλιστα, στην ταινία προβάλλονται αποσπάσματα από την ταινία του “Γωνία Αρμπάτ και Μπουμπουλίνας” (1972) που έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Οι 14 ήρωες (γιατί για ήρωες πρόκειται) δίνουν την εντύπωση πως χαίρονται που μοιράζονται τις ιστορίες τους, σα να περίμεναν πολύ καιρό να το κάνουν. Το τελευταίο, ίσως να είναι και αλήθεια. Πόσο συχνά, άλλωστε, έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε πραγματικές μαρτυρίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας από εκείνη την εποχή; Είναι σαν ένα ανοιχτό παράθυρο στην ιστορία. Χωρίς την αίσθηση ότι υπάρχει κάποιος μεσάζοντας.
Φυσικά, μεσάζοντας υπάρχει και λέγεται μοντάζ. Η χρήση του όμως δεν ενοχλεί. Αυτό που ίσως χρειαζόταν παραπάνω, θα ήταν κάποια “διαλείμματα”, κάποια παύση ενίοτε, ανάμεσα στις τόσες ιστορίες και αφηγήσεις που μετά από κάποια ώρα μπορεί να κουράσουν κάποιους με τις τόσες πληροφορίες. Το ίδιο θα μπορούσε να γίνεται και με τη χρήση της μουσικής που αν και πρωτότυπη συνοδεύει κυριολεκτικά κάθε στιγμή της ταινίας. Χρήση αφηγητή γίνεται μόνο όπου είναι απαραίτητο (π.χ. για την ανάγνωση κάποιου δημοσιεύματος εφημερίδας), αλλά ίσως θα έπρεπε να υπάρχει και σε σημεία που κάποιος που δε γνωρίζει όλα τα γεγονότα μπορεί να χάσει το ρου της ιστορίας.
Αν κάποιος θέλει μπορεί να προσπαθήσει να αντιπαραβάλει γεγονότα του τότε, όπως παρουσιάζονται στο εν λόγω ντοκιμαντέρ, με καταστάσεις του σήμερα. Πάντως, στο Q&A που ακολούθησε της προβολής της ταινίας, οι σκηνοθέτες αρνήθηκαν να το κάνουν και δήλωσαν πως πρόθεση τους ήταν απλά να προστατέψουν αυτές τις ιστορίες από το να ξεχαστούν, ώστε και η νέα γενιά να έχει την ευκαιρία να τις ακούσει.
Για όσους ενδιαφέρονται, η δεύτερη προβολή της ταινίας στα πλαίσια του Φεστιβάλ θα πραγματοποιηθεί στις 5 Μαρτίου, στις 12:45.