Onirica: Field of Dogs
(Onirica)
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2014 |
Διάρκεια: | 101 |
Χώρα: | Ιταλία, Πολωνία, Σουηδία |
Σκηνοθεσία: | Lech Majewski |
Σενάριο: | Lech Majewski, Lukas Kersys |
Ηθοποιοί: | Dorota Lis, Elzbieta Okupska, Karolina Korta, Massimiliano Cutrera, Michael Tatarek, Szymon Budzyk |
Πρεμιέρα: | 19-10-2017 |
Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:





Ο Αδάμ επέζησε ως εκ θαύματος από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο οποίο η αγαπημένη του Βάσια και ο καλύτερος φίλος του, ο Καμίλ, έχασαν τη ζωή τους. Ο Αδάμ, ένας πολλά υποσχόμενος καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο, αποφασίζει να εγκαταλείψει την καριέρα του και να εργαστεί σε ένα σούπερ μάρκετ, αλλά όχι την εμμονή του στη “Θεία Κωμωδία”, τη μόνη αληθινή παρηγοριά. Τα “τραύματα” της απώλειας των αγαπημένων του, οδηγούν τον Αδάμ να βιώνει μια σειρά από ψευδαισθήσεις με νεκρούς και σκηνές από την αποκάλυψη. Μόνο στον ύπνο μπορεί να βρει ανακούφιση, όπου ζει μια παράλληλη ζωή σε μια ονειρική διάσταση, γεμάτη από περίεργα οράματα και εικόνες του Δάντη, μόνο έτσι μπορεί να δει και να μιλήσει με τους αγαπημένους του.
Υπάρχει κάτι το αδιαμφισβήτητα γοητευτικό σε εγχειρήματα σαν αυτό του Lech Majewski (που εκτός από τον κινηματογράφο δραστηριοποιείται στους χώρους του θεάτρου, της ποίησης και της ζωγραφικής, όπου και οι τρεις εξ αυτών εμφανίζονται στην παρούσα ταινία), σε μια δεκαετία που ακόμη και η λεγόμενη υποκατηγορία των «σινεφίλ» ταινιών φαίνεται να έχει βάλει νερό στο κρασί της, να έχει απλοποιηθεί μέχρι και αυτή στη φόρμα και στην ουσία της προκειμένου να απευθυνθεί ευκολότερα σε μια μεγαλύτερη κατηγορία κοινού. Αναμειγνύοντας έναν υπαρξιακό και θεολογικό προβληματισμό με μια φιλολογικού σχεδόν χαρακτήρα ανάλυση επάνω στο θρυλικό “La Divina Commedia” του Alighieri μέχρι και το στωικό φιλόσοφο Επίκτητο και μια αλληγορική, δύσκολη στην αποκρυπτογράφησή της αφήγηση, μπορεί κάποιος εύκολα να αποκηρύξει τον όλο ειρμό του δημιουργού του ως στομφώδη και υπερφίαλο ή να παρασυρθεί από το χείμαρρο ιδεών που εκτίθεται, ακόμη κι αν το φιλμ είναι ένα «σκληρό καρύδι» ως προς την ερμηνεία του. Ο δημιουργός του “Onirica” είναι ένας πραγματικός οραματιστής και το αποδεικνύει με μια απίστευτη ανά σημεία επίδειξη τεχνικής, με τράβελινγκ που παραπέμπουν ευθέως στον Kubrick, κάδρα εξαιρετικής συμμετρίας, συνδυασμούς εικόνων νεωτερικότητας (σούπερ μάρκετ) με σύμβολα από την αρχαία ελληνική μυθολογία (ο Στύγιος ποταμός) και από τη Βίβλο (το περιστέρι που απελευθέρωσε ο Νώε για να δει αν εξακολουθούσε ο κατακλυσμός, το φίδι από τον κήπο της Εδέμ) και σποραδικές εκρήξεις μπαρόκ αισθητικής που υποβάλλουν.
Η πένθιμη ατμόσφαιρα που επικρατεί σχεδόν σε όλη τη διάρκεια, τόσο για τον ήρωα που στα όνειρα και στα οράματά του βλέπει συνεχώς νεκρούς όσο και για την πολωνική κοινωνία εν γένει (το φιλμ εκτυλίσσεται το 2010, όταν και ο αμφιλεγόμενος αλλά με απήχηση σε μεγάλο κομμάτι της εγχώριας κοινής γνώμης πρόεδρος Lech Kaczyński σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα μαζί με πλειάδα ισχυρών πολιτειακών και γενικότερα εθνικών παραγόντων) λειτουργεί σαν ένα απέραντο, μαζικό καθαρτήριο εν ζωή (ή μήπως αυτό που απεικονίζεται ως πραγματικό ιστορικό βίωμα είναι όντως το καθαρτήριο έτσι όπως το ορίζει η θρησκεία;), ένας βομβαρδισμός τραγωδιών, δυστυχίας και μιζέριας που φαίνεται ακόμη πιο άτεγκτη αν υπολογίσει κανείς ότι δεν παρακολουθούμε πρόσωπα που θα αποκαλούσε κάποιος αμαρτωλούς. Στην πραγματικότητα όλο αυτό γίνεται γιατί έτσι υπαγορεύει ο καθολικισμός, η κυρίαρχη θρησκεία στην Πολωνία, για τον καθένα, και ο πρωταγωνιστής πρέπει να αναγκαστεί να το υπομείνει, ακόμη κι αν πλέον δεν έχει πίστη. Η μόνη διέξοδος για τον ίδιο είναι η γνώση, η μελέτη κλασικών κειμένων που ίσως του προσφέρει τη λύτρωση απέναντι σε αυτόν τον καταναγκασμό και τον βοηθήσει να ξεφύγει από την άνωθεν τιμωρία, χρησιμοποιώντας και τα όνειρα ως δίοδο σε μια υπέρβαση.
Δεν πετυχαίνει απολύτως ο πολωνός κινηματογραφιστής στους στόχους του, και αυτό είναι που στερεί από το πόνημά του το χαρακτηρισμό του πραγματικά σπουδαίου. Όλη αυτή η υπερφόρτωση μεταφορών μαζί με την έλλειψη μιας παραδοσιακής μορφής αφήγησης αποστασιοποιεί το θεατή, μπορεί να θαυμάζει ανά στιγμές αυτό που παρουσιάζεται μπροστά από την κάμερα και τη ροή της σκέψης του σεναρίου, όμως η όποια απόλαυση προκύπτει είναι καθαρά εγκεφαλική, η συναισθηματική επένδυση είναι σχεδόν μηδενική, παρόλο που μέσα από τις εκτεταμένες ονειρικές σεκάνς πλάθεται κάτι σαν ψυχογράφημα του κεντρικού χαρακτήρα. Επίσης πολλές φορές δίνεται η εντύπωση πως ο Majewski απλά πετάει συνεχώς ευρήματα και ιδέες χωρίς να ενδιαφέρεται πως να τις κολλήσει μεταξύ τους, με αποτέλεσμα αρκετές στιγμές να φαίνονται κάπως ανομοιογενείς μέσα στο σύνολο (για παράδειγμα η σκηνή με την παρουσιάστρια στην τηλεόραση). Μέχρι το αινιγματικό (και κάπως αντικλιμακτικό) φινάλε, ο συνδυασμός σποραδικού αισθητικού μεγαλείου με μια αλληλουχία στιγμιοτύπων που αποτελεί σκέτη σπαζοκεφαλιά από ένα σημείο κι έπειτα είναι ιδιαίτερα σαγηνευτικός, παρόλο που υπάρχουν ελαττώματα και ο γρίφος που ξετυλίγεται ενδέχεται να δυσκολέψει ακόμη και τους δυνατούς λύτες. Πρόκειται για έξυπνο σινεμά, ελαφρώς αυτάρεσκο μεν, με έντονο χαρακτήρα δε.
