Η Κόρη της Άπριλ
(April's Daughter)
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2017 |
Διάρκεια: | 103 |
Χώρα: | Μεξικό |
Σκηνοθεσία: | Michel Franco |
Σενάριο: | Michel Franco |
Ηθοποιοί: | Ana Valeria Becerril, Emma Suarez, Enrique Arrizon |
Πρεμιέρα: | 15-02-2018 |
Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:





Η δεκαεπτάχρονη Βαλέρια είναι έγκυος με τον επίσης νεαρό φίλο της, αλλά δεν έχει ακόμα ενημερώσει τη μητέρα της, Απρίλ. Όταν η αδελφή της την καλεί κρυφά από την Βαλέρια, η Απρίλ καταφτάνει με γνήσιο ενδιαφέρον, στήριξη και τρυφερότητα. Όταν όμως το μωρό γεννιέται, γίνεται σύντομα σαφές γιατί η Βαλέρια ήθελε να κρατήσει τη μητέρα της όσο το δυνατόν πιο μακριά.
Μια μινιμαλιστική και βραδυφλεγής ταινία αγωνίας, που παρακολουθεί μια μάνα να κλέβει με μακιαβελικό τρόπο τη ζωή της κόρης της σαν άλλος θηλυκός Κρόνος. Με την Έμμα Σουάρεζ («Julietta») σε μια περίτεχνη ερμηνεία, η πιο εμπορική ταινία μέχρι σήμερα του Μισέλ Φράνκο («Μετά τη Λουτσία», «Chronic»), εξερευνά κεντρικές οικογενειακές σχέσεις ενώ στήνει ενδιαφέρουσες κοινωνικές αλληγορίες.
Η αλά Haneke αποστασιοποιημένη ματιά που συνοψιζόταν κυρίως στην επιμελημένη σύνθεση των κάδρων και στην επιμονή της κάμερας να μην παίρνει σχεδόν ποτέ κοντινά πλάνα που υπήρχε στο “Chronic”, επίσης του Michel Franco, σε συνδυασμό με ένα φινάλε που σε πρώτη ανάγνωση έρχεται ουρανοκατέβατο για την πρόκληση σοκ στο θεατή, ίσως όμως να δικαιολογείται ως προμελετημένη πράξη από την πλευρά του ήρωα που μετέχει στη συγκεκριμένη σκηνή, δεν ενθουσίασε την πλειοψηφία της μερίδας του κοινού τουλάχιστον (παρόλα αυτά τσίμπησε ένα βραβείο σεναρίου στις Κάννες) και όχι αδίκως: δεν επρόκειτο για ένα φιλμ φτιαγμένο για να αρέσει με την καθαρά ψυχαγωγική έννοια του όρου. Ο εκ Μεξικού σκηνοθέτης επιβεβαιώνει και με το νέο του φιλμ ότι αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση κινηματογραφιστή, παραδίδοντας ακόμη ένα έμμεσο ψυχογράφημα μετά το αμέσως προηγούμενο πόνημά του, όπου μιλούν περισσότερο οι πράξεις του πρωταγωνιστικού προσώπου παρά εκτενείς διάλογοι και μονόλογοι που εκθέτουν πληροφορίες. Το αξιοθαύμαστο εδώ είναι το πως μια πλοκή που φαντάζει γραμμένη σε ένα κομμάτι χαρτί εξωφρενική που θα μπορούσε να προσεγγιστεί σαν ένα οικογενειακό μελόδραμα γυρισμένο για την τηλεόραση και μια αντιηρωίδα που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε καρτουνίστικο κακό λαμβάνουν μια τέτοια μεταχείριση από το Franco που πετάει την υστερία έξω από το παράθυρο και της προσδίδει μια αληθοφανή διάσταση. Εξακολουθεί να υπάρχει μια ψυχρότητα που όμως «σπάει» σε κάποιες απρόσμενα φορτισμένες συναισθηματικά στιγμές, εδώ περισσότερο από ότι στην προηγούμενη ταινία στη φιλμογραφία του δημιουργού (το «σηκώνει» και η θεματολογία βέβαια), με το φινάλε να αποτελεί μια αναπάντεχη νότα αισιοδοξίας (η οποία όμως έχει και μια δυσάρεστη πλευρά σε δεύτερη ανάγνωση) για τα δεδομένα του.
Ως Abril, η Emma Suárez του “Julieta” έχει έναν αέρα υπόκωφα απειλητικό, μέσω μικρών κινήσεων, ανεπαίσθητων συμπεριφορών και χειρονομιών (ίσως οι καλύτερες σκηνές είναι όλες αυτές οι έμμεσες ενδείξεις που δείχνουν ένα σκηνοθέτη και σεναριογράφο που εμπιστεύεται τη νοημοσύνη του κοινού του) κατορθώνει να χτίσει ένα χαρακτήρα που σε πρώτο επίπεδο μόνο αντιπάθεια και μίσος μπορεί να αποσπάσει, με μια εναλλακτική ματιά όμως προκαλεί μελαγχολία και οίκτο για τη ματαιότητα, την επιπολαιότητα και τη ματαιοδοξία των εγωιστικών τουλάχιστον επιλογών του, οι οποίες μόνο από ένα τραυματισμένο ψυχολογικά άτομο θα μπορούσαν να προέρχονται (το σενάριο αν και προσφέρει εξηγήσεις για το τι έχει σημαδέψει την ηρωίδα δε δίνει μασημένη τροφή, αφήνοντας το θεατή να συμπληρώσει το παζλ μόνος του, κάτι που είναι προς τιμήν της). Κι αν αυτή η επίδοση είναι αναμενόμενη από μια βετεράνο του κινηματογραφικού στερεώματος, υπάρχει και η μικρή ερμηνευτική αποκάλυψη που ακούει στο όνομα Ana Valeria Becerril (κυριολεκτικά δεν έχει παίξει πουθενά αλλού) και η οποία παρά το νεαρό της ηλικίας της καταφέρνει να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων ειδικά όταν ανεβαίνουν τα ντεσιμπέλ της δραματουργίας, με το θερμόαιμο αυθορμητισμό και το ταμπεραμέντο της να αποτελούν ιδανικό αντίβαρο απέναντι στην έλλειψη συμπάθειας της κινηματογραφικής της μητέρας. Κάπως έτσι η κόντρα που υπάρχει μεταξύ μάνας και κόρης μεταφράζεται και ως αναμέτρηση ηθοποιών.
Εκεί που χάνει λίγους πόντους το τελικό αποτέλεσμα είναι στους κάπως νωχελικούς ρυθμούς, που στο “Chronic” παραδόξως δεν ενοχλούσαν τόσο, αλλά εδώ κάνουν αισθητή την παρουσία τους, «στραγγίζοντας» ελαφρώς τους χυμούς από το κείμενο, ενώ και η αποστασιοποίηση ενίοτε γυρίζει μπούμερανγκ καθώς αποδυναμώνει σκηνές που δυνητικά θα μπορούσαν να είναι ακόμη εντονότερες από αυτό που αποπερατώθηκε τελικά. Γενικά πάντως η ετυμηγορία είναι σίγουρα θετική, δικαιολογώντας τα βλέμματα που έχει στρέψει πάνω του ο ιδιαίτερος Μεξικάνος από το “Después de Lucía” κι έπειτα και ανοίγοντας την όρεξη για το επόμενο χτύπημά του καθώς και για τη στιγμή που τα κινηματογραφικά του χαρακτηριστικά θα μετεξελιχθούν με έναν τρόπο τέτοιο ώστε να τον κάνουν να παραδώσει και μια πραγματικά μεγάλη ταινία όχι στο πολύ μακρινό μέλλον αν είναι δυνατόν…
