Παγιδευμένη Ψυχή: Το Τελευταίο Κλειδί
(Insidious: The Last Key)
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2018 |
Διάρκεια: | 103 |
Χώρα: | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Καναδάς |
Σκηνοθεσία: | Adam Robitel |
Σενάριο: | Leigh Whannell |
Ηθοποιοί: | Angus Sampson, Ava Kolker, Bruce Davison, Caitlin Gerard, Javier Botet, Josh Stewart, Kirk Acevedo, Leigh Whannell, Lin Shaye, Marcus Henderson, Spencer Locke, Tessa Ferrer |
Πρεμιέρα: | 04-01-2018 |
Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:





Οξεία τεμπελίτιδα. Αυτή είναι με δύο λέξεις η διάγνωση για τους συντελεστές αυτού του αχρείαστου πρίκουελ που παίρνει και τα σκήπτρα που αναλογούν στον τίτλο του πιο αδύναμου κρίκου στο franchise του “Insidious”, μια σειρά που ομολογουμένως δεν έκανε πολλά περισσότερα για το είδος του τρόμου από το να συντηρήσει στη μόδα, ίσως και να την κάνει ελάχιστα πιο ενισχυμένη, την ευκολία του jump scare. Κι αν το πρώτο φιλμ από τα συνολικά τέσσερα που εκτυλίσσονται στο ίδιο κινηματογραφικό σύμπαν έχει κάτι παραπάνω που το κάνει να ξεχωρίζει περισσότερο, μια απειλητική ατμόσφαιρα και στιγμές με ένταση, στοιχεία που κάνουν τα κλισέ που υπάρχουν να χωνεύονται τουλάχιστον κάπως ευκολότερα, δεν ισχύει το ίδιο για το σίκουελ και το πρίκουελ που ακολούθησαν, με το πρώτο μάλιστα να αναιρεί με την ύπαρξή του και τη δυναμη που είχε το φινάλε της ταινίας που προηγήθηκε. Για να δικαιολογηθεί το ότι γυρίστηκαν, τόσο το “Insidious: Chapter 2” όσο και το “Insidious: Chapter 3” προσέθεταν κάποιες επιπλέον πληροφορίες για τη μυθολογία της σειράς και το ίδιο γίνεται και σε αυτήν τη συνέχεια, μόνο που η αίσθηση της ρουτίνας είναι πιο έντονη από ποτέ και, με μία εξαίρεση, δύσκολα μπορεί κάποιος να ξαφνιαστεί ή να τρομάξει με τα κόλπα που χρησιμοποιούνται εδώ: από το πως τοποθετείται η κάμερα μέχρι τη μουσική που παίζει, όλα καθιστούν πολύ φανερό το ποια στιγμή θα πέσει το jump scare.
Υπάρχουν κάποια ενδιαφέροντα θεματικά μοτίβα εδώ που αν αξιοποιούνταν κατάλληλα θα προσέδιδαν ένα βάθος στο τελικό αποτέλεσμα, όπως αυτό της ενδοοικογενειακής κακοποίησης που επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά, αλλά το φιλμ είναι υπερβολικά απασχολημένο με τους κλισέ χειρισμούς του του στοιχείου του τρόμου προσφέροντας προκάτ ανατριχίλες κατευθείαν από τη μηχανή του κιμά για να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Adam Robitel, που είχε κάνει το σκηνοθετικό ντεμπούτο του με το όχι ιδιαίτερα πρωτότυπο αλλά σποραδικά εμπνευσμένο και καλογραμμένο στα πλαίσια των συνηθισμένων συμβάσεων του είδους ψευδοντοκιμαντέρ τρόμου “The Taking of Deborah Logan”, εδώ δεν επιδεικνύει κάποια ιδιαίτερη σπιρτάδα ή ευρηματικότητα, απλά επιδεικνύει έναν μπουφέ πολυχρησιμοποιημένων τύπων σκηνών ήδη από τις προηγούμενες ταινίες της σειράς, χωρίς όμως και το οξυδερκές μάτι του James Wan που γύρισε τα δύο πρώτα έργα, ανεξάρτητα από την ποιότητα του εκάστοτε σεναρίου που είναι και η ουσία της ποιοτικής διαφοράς μεταξύ των δύο δημιουργιών. Κάνουν την εμφάνισή τους κυριολεκτικά από το πουθενά και κάποιοι παραλληλισμοί ενός αυταρχικού και βάναυσου χαρακτήρα της ιστορίας με το Stalin που αν αποτελούσαν οργανικό κομμάτι της πλοκής ίσως και να λειτουργούσαν.
Όσο κι αν το προϊόν αυτό πάσχει, είναι κατά μία βαθμίδα καλύτερο από άλλα ακόμη χειρότερα τρομοσίκουελ της πρόσφατης μνήμης (“Rings”, “Ouija: Origin of Evil” ενδεικτικά) για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, αποπειράται να επεκτείνει το υπόβαθρο της κεντρικής φιγούρας όλων των φιλμ της «οικογένειας» του “Insidious”, του μέντιουμ Elise Rainier, με την εναρκτήρια σεκάνς που διαδραματίζεται στο παρελθόν να αποτελεί με διαφορά την καλύτερη του συνόλου. Δεύτερον, στο ρόλο αυτό αποδεικνύεται εξόχως συνεπής η Lin Shaye, που εκπέμπει στη συγκεκριμένη σειρά πάντα, ανεξαρτήτως του σεναριακού υλικού που καλείται να απομνημονεύσει, ένα πολύ ιδιαίτερο μείγμα ζεστασιάς και στοργής με μια ανησυχητική εγρήγορση κι ενίοτε ένα υπόγεια ανατριχιαστικό ύφος. Κατά τα άλλα, το σενάριο είναι προσχηματικότατο, το δίδυμο Leigh Whannell και Angus Sampson παραμένει εκνευριστικό παρά τις απέλπιδες προσπάθειες των συντελεστών διαχρονικά να το σερβίρουν με το ζόρι ως δροσερή κωμική ανάπαυλα, ενώ θα ήταν κομπλιμέντο για τους υποστηρικτικούς χαρακτήρες να αποκαλεστούν δισδιάστατοι, μιας και η πένα του Whannell δεν αφιερώνει σχεδόν καθόλου χρόνο για την ανάπτυξή τους. Φορμουλαϊκό και μάλλον ανιαρό για το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς του, το “Insidious: The Last Key” δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εύκολη επίκληση σε ένα δημοφιλή τίτλο του φανταστικού της δεκαετίας που διανύουμε για κέρδος δίχως ιδιαίτερη δημιουργική προσπάθεια στα κινηματογραφικά ταμεία.
