Η Σωτηρία της Ψυχής (Hotel Salvation) - Cinefreaks.gr Cinefreaks.gr

Η Σωτηρία της Ψυχής

(Hotel Salvation)


Είδος:

,

Έτος παραγωγής:
Διάρκεια: 102
Χώρα: Ινδία
Σκηνοθεσία:
Σενάριο: ,
Ηθοποιοί: , , , , ,
Πρεμιέρα: 05-07-2018

Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:

Η One from the Heart παρουσιάζει το ντεμπούτο του Σουμπασίς Μπουτιανί (Shubhashish Bhutiani), Η Σωτηρία της Ψυχής. Η ταινία από την Ινδία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βενετίας στο πρόγραμμα για νέους σκηνοθέτες από όλο τον κόσμο Biennale College και κέρδισε το Βραβείο Unesco για την ανθρωπιστική ματιά του. Στη συνέχεια η ταινία ταξίδεψε στα Φεστιβάλ του Μπουσάν, του Ντουμπάι, του Γκέτεμποργκ, του Μονάχου, του Σαν Φρανσίσκο και του Σίδνεϊ, ανάμεσα σε άλλα, ενώ έχει διανεμηθεί με επιτυχία σε όλο τον κόσμο. Εκπροσωπώντας το νέο κύμα κινηματογραφιστών από την Νοτιοανατολική Ασία, ο εικοσιεξάχρονος Μπουτιανί εξερευνά οικουμενικά θέματα όπως το πέρασμα του χρόνου, η θνητότητα και το νόημα της ζωής αλλά και τις παραδόσεις της Ινδικής κουλτούρας μέσα από μια πανανθρώπινη συγκινητική ιστορία ελπίδας διαποτισμένη με μοναδικό χιούμορ και με τα αξέχαστα τοπία της ιερής πόλης του Βαρανάσι να προσφέρουν ένα αλησμόνητο σκηνικό.

Ο Ρατζίβ αναγκάζεται να παρατήσει τα πάντα ώστε να εκπληρώσει την τελευταία και παράξενη επιθυμία του πατέρα του να ταξιδέψει στο Βαρανάσι για να σώσει την ψυχή του. Το ταξίδι που ακολουθεί αναγκάζει τους δύο άντρες να επανασυνδεθούν ο ένας με τον άλλον και με τον κόσμο γύρω τους σε αυτή την συγκινητική και γενναιόδωρη κομεντί που αρκετοί κριτικοί έσπευσαν να συγκρίνουν με το Ταξίδι στο Τόκιο του Όζου.

Ο Αντίλ Χουσέιν (Adil Hussain) στο ρόλο του γιου μας είναι γνωστός για έναν από τους βασικούς ρόλους στην ταινία του Ανγκ Λι Η Ζωή του Πι, ενώ ο Λαλίτ Μπελ (Lalit Behl) στο ρόλο του πατέρα πρωταγωνιστούσε στην ταινία Η Πεταλούδα (Titli) που είχε προβληθεί στο τμήμα Un Certain Regard του Φεστιβάλ Καννών. Τέλος, αξίζει να θυμίσουμε ότι στο ρόλο της μητέρας συναντάμε την Τζιταντζαλί Κουλκαρνί (Geetangali Kulkarni), πρωταγωνίστρια του αριστουργηματικού Δικαστηρίου που η One from the Heart είχε διανείμει με επιτυχία πριν από μερικά χρόνια.

Σημείωμα του σκηνοθέτη:

«Ένα σημαντικό θέμα για μένα ήταν εξαρχής η απελευθέρωση. Υπάρχει η πνευματική απελευθέρωση του πατέρα, η πιο υλική απελευθέρωση του γιου, αιχμάλωτου της δουλειάς του και της τεχνολογίας, καθώς και η απελευθέρωση της εγγονής από την παράδοση, επιλέγοντας να παντρευτεί από έρωτα και να εργαστεί.

Η συμφιλίωση είναι επίσης ένα κεντρικό θέμα. Στο τέλος της ζωής μας έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε όλα τα λάθη που κάναμε. Στην Ινδία, και ακόμα πιο έντονα στο Βαρανάσι, είναι σημαντικό να λυτρωθούμε από αυτές τις σκέψεις και να συμφιλιωθούμε με τον εαυτό μας και αυτό ακριβώς επιτρέπει αυτή η περιπέτεια στον πατέρα και στο γιο του.

Η ταινία εκφράζει ταυτόχρονα και τη διαμάχη ανάμεσα στον μοντέρνο κόσμο και τις παραδόσεις. Η Ινδία δεν έχει βρει ακόμα την αρμονία μεταξύ του σεβασμού των αρχαίων παραδόσεων που εκπροσωπούνται στην ταινία από τον πατέρα και την ιερή πόλη και τον πιο μοντέρνο διασυνδεδεμένο και καπιταλιστικό κόσμο που εκπροσωπούν ο γιος και η εγγονή. Η Σωτηρία της Ψυχής αγγίζει όλες τις γενιές και είναι στην ουσία της μια ταινία για τη ζωή, την οικογένεια και την αγάπη σε όλες της τις διαστάσεις».

Ο κυκλώνας που ακούει στο όνομα Μπόλιγουντ έχει επικρατήσει τόσο πολύ στην παγκόσμια αντίληψη του τι σημαίνει σε γενικές γραμμές το ινδικό σινεμά (μην ξεχνάμε και τη σαρωτική οσκαρική νίκη του άμεσα επηρεασμένου από αυτήν τη σχολή “Slumdog Millionaire”) που οι πιο φεστιβαλικοί και σινεφιλικοί τίτλοι περνούν ελαφρώς στα ψιλά, εκτός αν λόγω υψηλής καλλιτεχνικής αξίας κάποιοι εξ αυτών κάνουν ένα έστω μικρό «μπαμ» στους κύκλους που θα έχουν την τύχη να τους προσέξουν. Ο Shubhashish Bhutiani στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του εδώ πετυχαίνει έναν αξιοσημείωτο συνδυασμό που δεν πετυχαίνουν όλοι, ποσώς στα πρώτα τους βήματα μάλλον: εξυπηρετεί ένα παγκόσμιας απήχησης χαμηλόφωνο και ανθρωποκεντρικό σινεμά που έχει ακόλουθους σε όλη την υφήλιο και ριζώνει στον Ozu (ένα εξαιρετικά αντιπροσωπευτικό σύγχρονο παράδειγμα αποτελεί το “An” της Naomi Kawase), ταυτόχρονα όμως έχει μια ξεκάθαρα ινδική ταυτότητα και ιδιοσυγκρασία που δεν περιορίζεται μόνο στο γεωγραφικό πλαίσιο της ιστορίας αλλά επεκτείνεται και στη νοοτροπία της αφήγησης και στο πώς αναπτύσσονται οι χαρακτήρες. Επιπλέον, πρόκειται για προσβάσιμο κινηματογράφο νοηματικά και σε ύφος παρά την ποικιλία των θεματολογικών πτυχών και τους αργότερους από το μέσο όρο ρυθμούς, όχι όμως απλοϊκό ή κοινότοπο σε επίπεδο ουσίας: αντιθέτως, ειδικά όσον αφορά το πεδίο της σύγκρουσης γενεών στο οποίο ανήκει το φιλμ, αποφεύγονται πολλές από τις παγίδες και τα κλισέ που υπάρχουν συνήθως εκεί.

Εύστοχα ο διαχωρισμός που γίνεται μεταξύ των συμπεριφορών του τρυπτύχου παππού, πατέρα και κόρης δεν είναι αυτός του τετριμμένου διπόλου προόδου εναντίον συντήρησης. Εξαιρώντας την τελευταία που ανήκει σε διαφορετικό μήκος κύματος ως εκπρόσωπος του νέου, ηλικιακά και σε επίπεδο κοσμοθεωρίας, οι δύο άρρενες πρωταγωνιστές είναι σύνθετες προσωπικότητες, τόσο με περιθώρια ανεκτικότητας σε συγκεκριμένα ζητήματα όσο και άκαμπτοι και αυστηροί σε κάποια άλλα. Είναι οι λεπτομέρειες στην περιγραφή των χαρακτήρων που κάνουν τη διαφορά και λειτουργούν τόσο ως κοινωνιολογική κριτική με οξυδέρκεια όσο και ως μικρές ψυχολογικές μελέτες: ο ηλικιωμένος Daya, μέρος μιας τότε Ινδίας που έκανε επτά δεκαετίες πριν τα πρώτα της δειλά βήματα ως ανεξάρτητη πλέον χώρα, περνά την αυστηρότητα που κατά πάσα πιθανότητα είχαν εισπράξει οι γονείς του από την πολιτική κατάσταση που αντιμετώπιζαν και στο δικό του γιο, το Rajiv και κατά συνέπεια ο ίδιος στην κόρη του. Όμως είναι ο πρώτος που μέσω της πνευματικότητας (και όχι δια του πιο περιορισμένου όρου της θρησκευτικότητας) θα έρθει σε μια βαθύτερη συνειδητοποίηση και θα κατανοήσει καλύτερα την οικογένειά του. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο δεύτερος, απομακρυσμένος από την ουσία της εθνικής του κουλτούρας, προσκολλημμένος στα εθιμοτυπικά, έχοντας εγκαταλείψει τη διανοητικότητα για μια πιο πεζή, υλιστική ύπαρξη, όντας σε ένα σημείο-καμπή στη μέση της παραδοσιοκρατικής αντίληψης της γενιάς του πατέρα του και την πιο απελευθερωμένη του παιδιού του.

Όλα αυτά συνοδεύονται από μια γεμάτη αυτοπεποίθηση σκηνοθεσία, τόσο ως προς την καθοδήγηση των ηθοποιών όσο και ως προς την τοποθέτηση και κίνηση της κάμερας, με τον Bhutiani να γνωρίζει πότε να κάνει την έστω μικρή στυλιστική υπέρβαση και πότε να εστιάσει στους ερμηνευτές αφήνοντας κατά μέρος τη λατρεία της εικόνας. Ειδική μνεία αξίζει και η μουσική του Tajdar Junaid την οποία διατρέχει μια επιρροή από Gustavo Santaolalla. Οι επιπρόσθετες αρετές θα σήμαιναν λίγα αν το σενάριο δεν αγαπούσε τους ήρωές του και κατ’ επέκταση την ανθρώπινη φύση όσο το κάνει. Η διαδρομή που διανύουν είναι βαθιά θεραπευτική και λυτρωτική και αυτό μεταδίδεται με περίσσεια ευκολία στο θεατή, και αν αυτός βιώνει μια συναισθηματική ανύψωση κατά τη θέαση είναι επειδή τα πάντα εδώ λειτουργούν στο να αφουγκραστεί ουσιαστικά τον ψυχισμό των ηρώων, των οποίων τα συμπλέγματα και οι νευρώσεις ακουμπούν μεν σε πολλά από όσα διακρίνουν το εθνοτικό τους υπόβαθρο, στον πυρήνα τους όμως είναι πανανθρώπινα. Μακάρι όσα ακολουθήσουν για το σκηνοθέτη να διακρίνονται από παρόμοια σοφία και καλοψυχία.


Βαθμολογία Χρηστών


Προβολές