Hostiles
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2017 |
Διάρκεια: | 127 |
Χώρα: | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Σκηνοθεσία: | Scott Cooper |
Σενάριο: | Donald E. Stewart, Scott Cooper |
Ηθοποιοί: | Adam Beach, Ben Foster, Christian Bale, Jesse Plemons, Q'orianka Kilcher, Rory Cochrane, Rosamund Pike, Wes Studi |
Πρεμιέρα: | 22-02-2018 |
Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:





Ο Christian Bale έχει μπει στο “λούκι” της ηθοποιίας στον κινηματογράφο από την εφηβική ηλικία κιόλας, με σταθμό στην καριέρα του το “American Psycho”, ίσως την πιο αξιομνημόνευτη ερμηνεία μιας πραγματικά εκπληκτικής καριέρας, που σηματοδότησε την αρχή του χτισίματος ενός πελώριου ονόματος στην κινηματογραφική βιομηχανία φτάνοντας στην κορυφή της βράβευσης με Όσκαρ το 2011 για το “The Fighter”. Έκτοτε ακολούθησαν άλλες δύο υποψηφιότητες για το δημοφιλή ηθοποιό, για το “American Hustle” και το “The Big Short“, και η φημολογία που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται για το νέο γουέστερν του Scott Cooper θέλει τον Bale να είναι και στην πεντάδα του πρώτου ανδρικού ρόλου για το 2018.
Η ταινία εκτυλίσσεται το 1892, στα τελευταία χρόνια της Άγριας Δύσης, με την ιστορία να περιστρέφεται γύρω από ένα λοχαγό (Christian Bale) που συμφωνεί να μεταφέρει έναν ετοιμοθάνατο Τσεγιέν πολέμαρχο και την οικογένειά του στα πάτρια εδάφη τους. Στο ταξίδι αυτό τους συνοδεύει και μια χήρα με αυτοκτονικές τάσεις (Rosamund Pike) που ακόμη πενθεί το θάνατο της οικογένειάς της από Ινδιάνους της φυλής των Κομάντσι. Το τρέιλερ είναι ευχάριστα παλιομοδίτικο και στιβαρό, ακόμη κι αν φαίνεται λίγο πεζό και στεγνό σε εικονογραφία, κάτι που όμως δυστυχώς φαίνεται να είναι η νόρμα στο μοντέρνο γουέστερν (χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις όπως το “The Revenant“). Εννοείται πάντως πως το αποτέλεσμα φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον. Η ταινία θα κυκλοφορήσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αρχικά σε περιορισμένο κύκλωμα αιθουσών, τα τέλη του Δεκέμβρη του τρέχοντος έτους.
Ο Scott Cooper, αν και απέχει ακόμη από το να παραδώσει την πραγματικά μεγάλη ταινία, έχει καταφέρει να «χτίσει» ένα προσωπικό ύφος με ένα μόλις μονοψήφιο αριθμό σκηνοθετικών δουλειών. Πέραν της προσέγγισης που είναι πάντοτε προσγειωμένη, χωρίς λούσα (κάτι που όμως ενίοτε απορροφά και τη ζωτικότητα της θεματολογίας, όπως έγινε στο συμπαθές αλλά «λίγο» “Black Mass”), δεν κρύβεται η έλξη του αμερικάνου κινηματογραφιστή για τους οριακούς πρωταγωνιστές, είτε πρόκειται για έναν αλκοολικό, αυτοκαταστροφικό τραγουδιστή, είτε για έναν γκάνγκστερ, είτε για έναν εργάτη αποφασισμένο να φτάσει στα άκρα, όλοι τους ρόλοι που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «μεγαλύτεροι από τη ζωή», όμως μέσα από τη ματιά του φαίνονται καθημερινοί, προσιτοί, σχεδόν συνηθισμένοι. Στην ουσία, όλα του τα φιλμ, το “Hostiles” συμπεριλαμβανομένου, αποτελούν σπουδές επάνω στις πολλές πτυχές της ανδρικής ταυτότητας και της προσπάθειας του ατόμου να ανταποκριθεί σε αυτήν ή να την επαναπροσδιορίσει, πάντοτε υπό εξωτερική πίεση. Για αυτό, με δεδομένο και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται η δράση, δε θα ήταν άστοχο να μιλήσει κάποιος και για επιρροές από Peckinpah: υπάρχει εδώ μια παρομοίως βραδύκαυστη αφήγηση μαζί με το στοχασμό πάνω σε όσα συνθέτουν την προσωπικότητα ενός ενήλικου άντρα. Πέραν τούτου, το γουέστερν αυτό είναι και μια σκοτεινή μελέτη επάνω στη βία και την ανακύκλωσή της από γενιά σε γενιά μέσω της καλλιέργειας της νοοτροπίας της εκδίκησης.
Μετά από μια πραγματικά καθηλωτική εναρκτήρια σκηνή που δε χαρίζεται στο θεατή, που φέρνει ελαφρώς στο νου και το “The Outlaw Josey Wales”, ο Cooper επιλέγει μια πιο μεστή, μεθοδικά αργή αφήγηση που λειτουργεί ικανοποιητικά για να αναπτύξει τον αντιρατσιστικό προβληματισμό του καθώς και τους ήρωες. Παρόλο που η εικονογραφία, που λαμβάνει μεγάλη βοήθεια από την εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας του Masanobu Takayanagi, έχει δάνεια από τους μεγάλους δασκάλους του γουέστερν του παρελθόντος John Ford και Anthony Mann (αναμεμειγμένη βέβαια με την έφεση που έχει ο σκηνοθέτης σε χαρακτηριστικά κοντινά και μεσαία πλάνα που αναδεικνύουν τους ηθοποιούς), η ετεροαναφορικότητα του σεναρίου «ακουμπάει» πάρα πολύ και στις κλασικές δουλειές του Clint Eastwood (πέραν της σεκάνς που ανοίγει το φιλμ, υπάρχει κι ένα διάλογος-κλειδί μεταξύ Rory Cochrane και Jesse Plemons που είναι ξεκάθαρα φόρος τιμής στο αριστουργηματικό “Unforgiven”). Εκεί που ίσως χάνεται η ευκαιρία για μια σύγχρονη ταινία-σταθμό του είδους είναι στις λεπτομέρειες, και πιο συγκεκριμένα οι σχέσεις που χτίζονται μεταξύ των ετερόκλιτων ηρώων. Το σενάριο εκεί επισπεύδει πολλά, έχει αρκετές ανακολουθίες ως προς τις συμπεριφορές τους προκειμένου να οδηγηθούν οι εξελίξεις στην κατάληξη που έχει προδικαστεί ως δημιουργική επιλογή, η οποία καλώς καμωμένη είναι και αρκούντως ουμανιστική, αλλά σαν να παραμερίζει λίγο βολικά τις άβολες ερωτήσεις που αφορούν τον ηθικά αμφιλεγόμενο επί της ουσίας αντιήρωα του Christian Bale και γενικότερα την αδυσώπητη βία που ασκείται και αναπαράγεται τόσο από τους αυτόχθονες όσο και από τους εποίκους της αμερικανικής ηπείρου.
Οι ισορροπίες που πρέπει να τηρούνται και χωρίζουν ένα απλά καλό φιλμ από ένα πραγματικά μεγαλειώδες είναι λεπτές και φανερώνονται κι εδώ. Ενώ σε γενικές γραμμές μέχρι ενός σημείου φαίνεται να υπάρχει μια διακριτικότητα στο πως αποπειράται να περαστεί το κεντρικό μήνυμα του σκηνοθέτη και σεναριογράφου, ξαφνικά εμφανίζονται δυο με τρεις σκηνές σχηματικές και κραυγαλέες που χαλάνε την εικόνα που επικρατούσε πιο πριν. Παρά αυτά τα μειονεκτήματα, το σύνολο είναι λειτουργικό. Βοηθάει και το δίδυμο Christian Bale με Rosamund Pike, δίνοντας δυο διαμετρικά αντίθετες, για αυτό τόσο αλληλοσυμπληρωματικές, ερμηνείες, ο μεν έχοντας μια ιδιαίτερη προσέγγιση απέναντι στο ρόλο του θυμίζοντας ένα άγριο ζώο που είναι διαρκώς ένα στάδιο πριν ορμήσει να επιτεθεί στο εχθρό του, η δε εναλλάσσοντας με δεξιοτεχνία το βουβό πένθος με το τυφλό ξέσπασμα. Στιβαρό και καλογυρισμένο, το “Hostiles” αναμετράται στα ίσα με το “Out of the Furnace” για το ποιό αποτελεί την καλύτερη στιγμή του δημιουργού του και είναι ένα ευπρόσδεκτο νεοαφιχθέν μέλος στο μεγάλο κλαμπ του γουέστερν.
