Guilty Pleasures: Jeepers Creepers
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2001 |
Σκηνοθεσία: | Victor Salva |
Σενάριο: | |
Ηθοποιοί: | Gina Philips, Jonathan Breck, Justin Long, Patricia Belcher |
Γράφει:
Αν και δεν είναι σπάνιο φαινόμενο μια ταινία τρόμου να υποτιμάται, ποτέ αυτή υποτίμηση δεν ήταν πιο άδικη από την περίπτωση του “Jeepers Creepers”. Το δημιούργημα του Victor Salva , που χαλάρα αποτελεί μια από τις ατμοσφαιρικότερες ταινίες της περασμένης δεκαετίας, πέρασε αδικαιολόγητα στα ψιλά γράμματα της ιστορίας του horror cinema, χαμένο ανάμεσα στο μεταίχμιο της μόδας των light νεανικών θρίλερ, που ψυχοραγούσαν στο τέλος των 90’s και στον κυκεώνα του torture porn που ακολούθησε.
Με εμφανή σεναριακά δάνεια από το «Σχιζοφρενή δολοφόνο με το Πριόνι» και άλλα λιγότερο εμβληματικά «θρίλερ δρόμου» , όπως το “Joy Ride” το “The Hitcher” ή το “Duel”, περιγράφει τη μαρτυρική καταδίωξη που βιώνουν δυο νεαρά αδέρφια, η Trish και ο Darry, όταν κατά την επιστροφή τους από το κολλέγιο, πέφτουν πάνω σ’ένα αρχαίο δαιμόνιο που τους παίρνει στο κατόπι, καθόλο το μήκος της ερημικής και αχανούς εθνικής οδού που διασχίζουν.
Σαφώς και η «πρωτοτυπία» της συγκεκριμένης πλοκής δεν μας εντυπωσίαζει , η υποδειγματική εκτέλεση όμως μας αποζημιώνει με το παραπάνω. Καταρχήν είναι προς τιμήν του Salva που δεν υποκύπτει στο κλισέ του «κατευθείαν στο ψητό» και αφιερώνει τα πρώτα δέκα ήρεμα λεπτά της ταινίας στην ανάπτυξη των χαρακτήρων και στην σκιαγράφηση μιας ρεαλιστικής αδελφικής σχέσης. Κι ενώ πουθενά αυτή η σχέση δεν εξιδανικεύεται , η αυθεντικότητα με την οποία χτίζεται από το σενάριο και τους ηθοποιούς, αρκεί για να εγείρει την συναισθηματική εμπλοκή του θεατή, όσο το σενάριο φέρνει τους δυο ήρωες σε ολοένα και πιο δύσκολη θέση . Oι χαρακτήρες βλέπεις που πλάθουν ο Justin Long και η Gina Phillips, μπορεί να μην είναι αξιαγάπητοι με τον τρόπο που εννοεί το «αξιαγάπητο» ο mainstream κινηματογράφος, είναι όμως τρισδιάστατοι όπως οι ανθρώποι της διπλανής πόρτας γι’ αυτό κι είναι αδύνατο να αδιαφορήσεις τελικά για την μοίρα τους.
Και παρόλο που αυτό το τρικ αρκεί για την δημιουργία μιας καλής ταινίας τρόμου, ο δημιουργός δεν επενδύει μόνο σ’αυτό. Ταυτόχρονα βάζει τα δυνατά του και πλάθεί μια ατμόσφαιρα τόσο λυρικά εφιαλτική, βγαλμένη κατευθείαν από τα παραμύθια που μας τρόμαζαν όταν ήμασταν μικροί. Ποτέ άλλοτε η ησυχία των απέραντων αγροτικών εκτάσεων της Αμερικής δεν έμοιασε πιο απειλητική και πουθενά αλλού τα σκιάχτρα δεν μπόρεσαν να μας σηκώσουν έτσι την τρίχα, παρόλο που και τα δύο είναι πολυχρησιμοποιημένα μοτίβα στην κινηματογραφική μυθολογία του τρόμου. Επίσης κι οι λάτρεις του gore δεν θα μείνουν παραπονεμένοι, καθώς ο δημιουργός δεν τσιγκουνεύεται να προσφέρει μακάβριες εκπλήξεις που ταράζουν το στομάχι, με κορυφαία το πιο φρικιαστικό French kiss που ‘χεις δει ποτέ στο σέλιλοιντ.
Εξίσου ανατριχιαστικό είναι και το υποχθόνιο τέρας της ιστορίας, πίσω από το οποίο κατά πάσα πιθανότητα ελλοχεύουν διάφορες φροϋδικές αναφορές, ( όπως συμβαίνει σε κάθε θρίλερ που σέβεται τον εαυτό του ) τις οποίες όμως ευτυχώς ο σκηνοθέτης δεν μπαίνει στον κόπο να μας υπεραναλύσει. Δεν ξέρουμε τι αλληγορία είχε στο μυαλό του όταν αποφάσιζε πως το δαιμόνιο του θα βγαίνει από το κουκούλι του κάθε εικοσιτρία χρόνια για εικοσιτρείς μέρες, αναζητώντας τα θύματα του με την όσφρηση, αλλά έτσι κι αλλιώς τέτοιοι αφηγηματικοί μηχανισμοί στις ταινίες τρόμου, δουλεύουν καλύτερα όταν δεν εξηγούνται.
Δεν υποσχόμαστε πως δεν θα εντοπίσετε διάσπαρτα κλισέ εδώ κι εκεί, όλα όμως λειτουργούν! Ποιος χρειάζεται εντέλει πρωτοτυπίες όταν του προσφέρουν γνήσιες κινηματογραφικές ανατριχίλες;