Επιστροφή στη Βουργουνδία (Back to Burgundy) - Cinefreaks.gr Cinefreaks.gr

Επιστροφή στη Βουργουνδία

(Ce Qui Nous Lie)


Είδος:

Έτος παραγωγής:
Διάρκεια: 113
Χώρα: Γαλλία
Σκηνοθεσία:
Σενάριο: ,
Ηθοποιοί: , , ,
Πρεμιέρα: 07-09-2017

Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:

Ο Jean είναι 30ετών και έχει περάσει την τελευταία δεκαετία της ζωής του ταξιδεύοντας στον κόσμο και κόβοντας κάθε δεσμό με την οικογένεια του και την Βουργουνδία, τον τόπο των παιδικών του χρόνων. Τώρα πλέον έχει εγκατασταθεί το εξωτερικό μέχρι που τον καλούν πίσω στην πατρίδα του για να αποχαιρετίσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του. Είναι τέλος του καλοκαιριού και η επερχόμενη συγκομιδή του κρασιού δίνει την ευκαιρία στον Jean να έρθει πάλι κοντά με την αδερφή του Juliette και τον αδερφό του Jérémie ώστε να αποφασίσουν  από κοινού για το μέλλον του οικογενειακού αμπελώνα. Κατά την διάρκεια ενός έτους, και ακολουθώντας τον ρυθμό των εποχών και της διαδικασίας παραγωγής κρασιού, τα τρία αδέρφια αργά και σταθερά ξαναχτίζουν την σχέση τους, και συνδέονται μεταξύ τους από το γνήσιο και ζωντανό πάθος τους για την τέχνη του κρασιού. Όλοι μαζί παρά τις αντιξοότητες θα προσπαθήσουν να σώσουν τους αμπελώνες και τα κελάρια 3 γενεών,  ώστε να μην περάσουν σε ξένα χέρια.

Παρακολουθώντας κανείς την καινούρια ταινία του δημιουργού του γεμάτου νεανικό σφρίγος “L’ Auberge Espagnole” και του πιο μεστού σίκουέλ του “Les Poupees Russes” που δεν κατάφερε να βρει διανομή στη χώρα μας, έρχονται στο νου δυο αρκετά διαδεδομένες ταινίες που κυκλοφόρησαν την προηγούμενη δεκαετία περί οινογνωσίας: Το “Sideways” και το “A Good Year”. Η πρώτη είναι το παράδειγμα προς μίμηση και μια ένδειξη των ποιοτικών υψόμετρων που θα ήθελε να αγγίξει ο Klapisch αλλά τελικά δεν το καταφέρνει για λόγους που θα αναλυθούν παρακάτω, μια εξόχως γραμμένη κι ερμηνευμένη δραμεντί με προσιτούς, οικείους και αληθινούς χαρακτήρες της οποίας οι αναφορές σχετικά με τη θεματολογία που εξυπηρετεί τα καθήκοντα ενός background για τις δράσεις των ηρώων εντάσσονται αρμονικά στο σύνολο της ιστορίας πλάθοντας έτσι ένα ολοκληρωμένο σύμπαν. Η δεύτερη είναι μάλλον αυτό που προσεγγίζει ποιοτικά εν τέλει το “Ce Qui Nous Lie”, μια ταινία που παρόλο που τηρεί τα δραματουργικά προσχήματα δεν απογειώνεται ποτέ, δεν καταφέρνει να καταστήσει τους χαρακτήρες του ποτέ πραγματικά ενδιαφέροντες ή έστω συμπαθείς καθώς δε δείχνει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα ούτε για αυτούς αλλά ούτε και για τα μυστικά του κρασιού που υποτίθεται πως κρατάνε έστω ένα μικρό ρόλο στο σενάριο. Όντας γαλλικό φιλμ, το πόνημα του Klapisch κάνει κάποια πράγματα σωστότερα από ότι αυτό του Scott, αλλά στο τέλος η ετυμηγορία είναι η ίδια: ευπρόσωπη παραγωγή μεν, άνοστη δε.

Όποια πιθανή επίκαιρη κοινωνικοπολιτικά αλληγορική προέκταση περιέχει δυνητικά η βασική ιδέα της ιστορίας (τα τρία αδέρφια ως τα τρία ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης, ελευθερία, ισότητα κι αδερφότητα, υπερασπίζονται την πατρότητα των ιδεολογικών τους ριζών που αντιπροσωπεύονται από τη γη που έχουν κληρονομήσει απέναντι στην έξωθεν επιβολή και πίεση να τα πουλήσουν για να αποπληρώσουν το σχετικό φόρο, μεταφορικά να θυσιαστούν για μια βαθύτερη ένταξη στο ολοένα και πιο αυστηροποιημένο τις τελευταίες δεκαετίες, από εποχές Μάαστριχτ κι έπειτα, ευρωπαϊκό οικοδόμημα προκειμένου να οικειοποιηθούν πιο κομφορμιστικές αρχές) δυστυχώς πνίγεται από μια συμβατική ματιά που θέλει να περιορίσει τα δρώμενα ως ένα απλό οικογενειακό δράμα με τη συνοδεία όμορφων, καρτποσταλικών εικόνων της γαλλικής υπαίθρου. Αυτό αν και θυσιάζει τη σημειολογική αξία του τελικού αποτελέσματος, μπορεί να ήταν συγχωρητέο αν όσα συνέβαιναν ήταν πραγματικά συναρπαστικά, πέραν όμως μιας όμορφης αποτύπωσης της ερωτικής σχέσης του Jean με τη σύντροφό του και κάποιες σποραδικές στιγμές που φαντάζουν ως πηγαία αυθεντικές και ειλικρινείς όπως αυτή του γλεντιού, δεν υπάρχει βάθος στην αποτύπωση των ψυχοσυνθέσεων των ηρώων αλλά και των μεταξύ τους σχέσεων. Τρανταχτό παράδειγμα όλες οι αναδρομές στα βιώματα των αδερφών με τον πατέρα όταν ήταν παιδιά, που ούτε ιδιαίτερα διεισδυτικές είναι, ούτε συναισθηματικά φορτισμένες.

Το θέαμα σε καμία περίπτωση δεν προσβάλει τη νοημοσύνη αυτού που το βλέπει αλλά δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για μια συνταγή που έχει ξαναγίνει και καλύτερα, απλά χωρίς τη γαρνιτούρα της οινολογίας. Μια σοβαρή αιτία για αυτό είναι η απροθυμία του σεναρίου να τραβήξει κάποιες αντιπαραθέσεις στα άκρα, η ηπιότητα των όποιων συγκρούσεων ειδικά σε ενδοοικογενειακό επίπεδο, κρατώντας έτσι χαμηλά και τα ντεσιμπέλ της δραματουργίας. Στα θετικά συμπεριλαμβάνεται η στάση που παίρνουν οι σεναριογράφοι απέναντι στα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας, που μπορεί ανά φάσεις να αποτυπώνονται ως ξεροκέφαλα, ως εγωπαθή ή ως αντιπαθητικά ακόμη, πρόκειται όμως για ελαττώματα που φωτίζουν την ανθρώπινη πλευρά τους και ισορροπούν τη ζυγαριά της απεικόνισής τους όταν πάει να παρεκκλίνει προς την εξιδανίκευση. Πέρα από κάποια ευχάριστα κολπάκια που έχει ξαναχρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης σε προηγούμενες δουλειές του όπως κάποια όμορφα time lapses, δεν υπάρχει κάτι που να προσδίδει μια ξεχωριστή ταυτότητα στη σκηνοθεσία. Κάτι που θα βοηθούσε θα ήταν σίγουρα και μια πλουσιότερη πινακοθήκη δεύτερων ρόλων που θα προσέφερε και μια εστίαση σε κάτι άλλο πέραν της πρωταγωνιστικής τριάδας. Σε τελική ανάλυση, μια συμπαθής αλλά συνηθισμένη δουλειά.


Βαθμολογία Χρηστών


Προβολές