Ντάρλινγκ
(Darling)
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 1965 |
Διάρκεια: | 128 |
Χώρα: | Ηνωμένο Βασίλειο |
Σκηνοθεσία: | John Schlesinger |
Σενάριο: | Frederic Raphael |
Ηθοποιοί: | Dirk Bogarde, Julie Christie, Laurence Harvey |
Πρεμιέρα: | 28-06-2018 |
Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:





Νέα, ελκυστική και ζωηρή, το μοντέλο Diana Scott έχει αποφασίσει να γίνει πλούσια και διάσημη. Για να το πετύχει αυτό, δεν θα διστάσει να κάνει βήματα και να πάρει αποφάσεις. Μετά από λίγο καιρό θα πετύχει φλέβα χρυσού: θα γνωρίσει τον Robert Gold, ένα διάσημο τηλεοπτικό δημοσιογράφο, ο οποίος όχι μόνο θα την συστήσει στον κύκλο του, αλλά θα παρατήσει και την οικογένειά του για να μείνει μαζί της. Η Diana φαίνεται να έχει επιτυχημένα συνδυάσει επιτυχία και αγάπη. Ωστόσο, στην ενθουσιώδη δεκαετία του 60, υπάρχουν πολλοί, που μπορούν να της προσφέρουν περισσότερα λεφτά, φήμη και διασκέδαση από τον Robert.
Ο John Schlesinger, αν και δε μνημονεύεται ως ένας από το κλαμπ των μεγάλων σκηνοθετών του εικοστού αιώνα κυρίως για την ποιοτική «κατρακύλα» που γνώρισαν οι δημιουργίες του από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα, έβαλε κι αυτός το λιθαράκι του για να διευρυνθεί θεματολογικά ο mainstream κινηματογράφος ειδικά στο πεδίο της σεξουαλικότητας. Πριν κολλήσει στη βράση το σίδερο και πάνω στην αυγή του New Hollywood υπογράψει το θρυλικό “Midnight Cowboy” κι εντάξει σε ένα φιλμ ευρείας διανομής ευθείες αναφορές σε θέματα όπως η πορνεία και η ομοφυλοφιλία, πριν τον ανοιχτά αμφιφυλόφιλο πρωταγωνιστή του “Sunday Bloody Sunday”, το “Darling” μίλησε ανοιχτά για τα νέα ήθη του swinging Λονδίνου, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα για το σκηνοθέτη του τη μετάβαση από το ρεαλισμό του Βρετανικού Νέου Κύματος που υπηρέτησε με τις πρώτες ταινίες μυθοπλασίας του σε ένα πιο εξεζητημένο κι επιτηδευμένο στυλ με δάνεια ακόμη και από τη γαλλική Νουβέλ Βαγκ που θα του έδινε το εισιτήριο και για το Χόλιγουντ. Παρά την ακριβή, ζωηρή αποτύπωση του πνεύματος της εποχής, στον πυρήνα του το φιλμ του Schlesinger είναι το αντίθετο αυτής της ατμόσφαιρας, μια πικρή τζούρα μελαγχολίας και πεσιμισμού, ίσως και μια πρόωρη προφητεία για την πορεία του κοινωνικού ρεύματος απελευθέρωσης που επικρατούσε τότε και πως από μαζικό αίτημα για αλλαγή νοοτροπιών κατέληξε να εκμαυλιστεί και να γίνει προσωπικό όχημα ανάδειξης, πριν καταλήξει να είναι ακόμη ένα lifestyle προς κατανάλωση και μίμηση, απομακρυσμένο από τη σημασία των ριζών του.
Η άνω του μισού αιώνα ζωή της ταινίας δεν είναι αδιόρατη: υπάρχει ένας υπερβάλλων διδακτισμός που παρόλο που μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητος για τα δεδομένα της εποχής είναι ταυτόχρονα ξεπερασμένος, πέραν του λανθάνοντα συντηρητισμού που κρύβει, με πιο ξεκάθαρο παράδειγμα τον εξωφρενικά κραυγαλέο συμβολισμό της εναρκτήριας σκηνής. Επιπλέον, παρόλο που το σενάριο δικαίως αποκαθηλώνει την ηρωίδα (χωρίς όμως να την κανιβαλίζει ή να την παρουσιάζει ως ένα κτήνος δίχως αρετές που να την εξισορροπούν σε ένα βαθμό) που υποδύεται με ένα απαράμιλλο μείγμα αισιόδοξης ζωτικότητας κι εσωτερικής απόγνωσης η Julie Christie (ένα απολύτως άξιο Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου), δε στέκεται εξίσου ακριβοδίκαια απέναντι στους άρρενες χαρακτήρες ακόμη και όταν οι ίδιοι προχωρούν σε πράξεις εξίσου αν όχι περισσότερο κυνικές σε σύγκριση με την πρωταγωνίστρια, όχι όμως τόσο από πονηρή πρόθεση αλλά κυρίως επειδή το κέντρο βάρους βρίσκεται στην Christie, με αυτό να αποβαίνει εις βάρος του όποιου βάθους θα μπορούσε να προσεγγιστεί για τους παρτενέρ της (αξίζει να αναφερθεί ότι την ίδια χρονιά ο Polanski στο θρυλικό “Repulsion” κάνει ακριβώς αυτό, διεσδύοντας ουσιαστικά στο ανδρικό περιβάλλον που περιτριγυρίζει την Deneuve). Παρά τις αδυναμίες αυτές, το “Darling” έχει αδιαμφισβήτητα θετικό ισοζύγιο που το οφείλει στην προσγειωμένα απαισιόδοξη ματιά του και το σφρίγος της ματιάς του Schlesinger πέραν της ακαταμάχητης ερμηνεύτριας που έχει ως αιχμή του δόρατος.
Η δομή του κειμένου και κατά συνέπεια και η σκηνοθετική προσέγγιση είναι εξαιρετικά μελετημένα: το θάμπωμα από τη λάμψη της εισαγωγής στην κοσμική ζωή και ο ενθουσιασμός των ξεκινημάτων ενός ερωτικού σκιρτήματος αποδομούνται σταδιακά μέχρι να φτάσει ο θεατής συναισθηματικά απογυμνωμένος στη συνειδητοποίηση του φινάλε κάνοντας αυτό το ταξίδι μέσα από τα μάτια της νεαρής Diana, περνώντας από τις ίδιες χαρές, λύπες, νίκες και ήττες με την ίδια, καθιστώντας την ταύτιση ή τουλάχιστον την κατανόηση εφικτή και κατηγοριοποιώντας τελικά το φιλμ περισσότερο εντός της τάξης του ψυχογραφήματος παρά της αποστασιοποιημένης κι εν τέλει μισάνθρωπης σάτιρας. Ακόμη κι αν από το 1965 έχουν αλλάξει απροσδόκητα πολλές από τις πραγματικότητες που αναπαριστά ο φακός της τότε εποχής, ο πυρήνας των νοημάτων του φιλμ αντέχει διαχρονικά σε αξιοθαύμαστο βαθμό και ίσως να είναι περισσότερο επίκαιρος τώρα που η αυτοπροβολή και το παράγωγό της, η αυταρέσκεια, έχουν αναχθεί στο άλφα και το ωμέγα μιας νέας καθημερινότητας.
