Χωρίς Διέξοδο
(Collide)
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2016 |
Διάρκεια: | 99 |
Χώρα: | Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Κίνα |
Σκηνοθεσία: | Eran Creevy |
Σενάριο: | Eran Creevy, F. Scott Frazier |
Ηθοποιοί: | Anthony Hopkins, Ben Kingsley, Felicity Jones, Nicholas Hoult |
Πρεμιέρα: | 23-11-2017 |
Γράφει:
Βαθμολογία Cinefreaks:





Μετά από μια ληστεία με άσχημο τέλος, ο Casey Stein (Nicholas Hoult) βρίσκεται στο στόχαστρο μιας αδίστακτης συμμορίας με επικεφαλής τον αρχιμαφιόζο Hagen (Anthony Hopkins). Ο Casey έκλεψε ένα πολύτιμο φορτίο που ανήκει στον Hagen, ο οποίος δεν θα σταματήσει να τον κυνηγά μέχρι να το πάρει πίσω. Χωρίς να έχει άλλη επιλογή, ο Casey επικοινωνεί με το πρώην αφεντικό του, έναν διακινητή ναρκωτικών εν ονόματι Geran (Ben Kingsley), στον οποίο αναθέτει την προστασία της κοπέλας του Juliette (Felicity Jones) από τα χέρια του Hagen. Μια γεμάτη αδρεναλίνη καταδίωξη θα ξεκινήσει τότε για τον Casey στις λεωφόρους της Γερμανίας, σε έναν αγώνα δρόμου για να σώσει τον έρωτα της ζωής του πριν είναι αργά.
Αν κάποιος από μια ταινία έχει μοναδική απαίτηση το θέαμα και την αδρεναλίνη που προσφέρουν καλοφτιαγμένες σκηνές δράσης, σίγουρα θα περάσει υπέροχα με το “Collide”. Ο προϋπολογισμός εδώ είναι χαμηλότατος, κάτω από τριάντα εκατομμύρια δολάρια, κι όμως η δουλειά που έχει γίνει από τους κασκαντέρ και το σκηνοθέτη στις σκηνές καταδιώξεων και συμπλοκών είναι σχεδόν αντάξια μιας αντίστοιχης που θα γινόταν σε ταινία με προσδοκίες μπλοκμπάστερ με μεγαλύτερο μέγεθος παραγωγής. Υπάρχει νεύρο, ένταση κι ευρηματικότητα σε αυτές τις στιγμές που έχουν γυριστεί με μεράκι. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλο το φιλμ είναι μια αφορμή για να κινηματογραφηθούν μονάχα αυτές οι σεκάνς, γιατί κατά τα άλλα σχεδόν ο,τιδήποτε άλλο σχετίζεται με τη δημιουργία του Eran Creevy φωνάζει προχειρότητα και κακοτεχνία. Παραδόξως δεν είναι το ρομαντικό στοιχείο που υποβαθμίζει το σύνολο, παρά τον τετριμμένο και μελιστάλαχτο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται, αλλά η εντελώς προσχηματική πλοκή στην οποία εντάσσεται κι αυτό, γεμάτη τρύπες, απιθανότητες, και κυρίως εξωφρενικές ευκολίες για τον πρωταγωνιστή της. Άλλοτε με γελοίες, τραβηγμένες από τα μαλλιά λύσεις κι άλλοτε με τεμπέλικες, του ποδαριού σχεδόν ιδέες από τις οποίες δε θα μπορούσαν να λείπουν και κάποια παλιά καλά dei ex machina, το σενάριο καταλήγει τελικά να αποδυναμώνει οποιαδήποτε αίσθηση απειλής θα μπορούσε να υπάρξει για τον κεντρικό ήρωα, υπονομεύοντας μέχρι και την αποτελεσματικότητα των προαναφερθέντων set pieces.
Οι ερμηνείες κάνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Στους Felicity Jones και Nicholas Hoult δε δίνεται τίποτα άλλο σε επίπεδο οδηγιών πέραν του να δείχνουν όμορφοι μπροστά από την κάμερα, και ειδικά στην περίπτωση της πρώτης που έχει ερμηνευτικές δυνατότητες αποτελεί μια σπατάλη ταλέντου. Παραδόξως, είναι ο δεύτερος που προσπαθεί ελαφρώς περισσότερο να προσδώσει μια κάποια προσωπικότητα στο ρόλο που υποδύεται, μιλάμε όμως για ψήγματα κόπου, όχι για κάτι ολοκληρωμένο. Ωστόσο αυτοί που κλέβουν την παράσταση είναι οι ιερές αγελάδες της κινηματογραφικής ηθοποιίας Anthony Hopkins και Ben Kingsley που αναλαμβάνουν υποστηρικτικούς ρόλους, με τον ίδιο τρόπο που η Uma Thurman τραβάει την προσοχή στο “Batman & Robin”: δίνοντας ερμηνείες τόσο κακές που είναι απολαυστικό να τις παρακολουθεί κανείς. Είναι σαν να διαγωνίζονται ποιος θα είναι περισσότερο υπερβολικός, υστερικός και καρικατουρίστικος, ποιος θα αφήσει τις χειρότερες εντυπώσεις. Αν υπάρχει νικητής σε αυτήν τη μονομαχία, μάλλον είναι ο Kingsley γιατί φαίνεται να το διασκεδάζει ενώ αποδομείται, σε αντίθεση με το αντίπαλο δέος του που παρά τον πομπώδη, βαρύγδουπο τρόπο με τον οποίο εκστομίζει τις ανεκδιήγητες ατάκες του, δεν μπορεί να κρύψει στην έκφραση του προσώπου του ότι βαριέται απίστευτα.
Πρέπει να επισημανθεί ότι το κείμενο δεν είναι μονάχα κακό επειδή παρέχει αφόρητα βολικές διευκολύνσεις κυρίως για τον ήρωά της ή γιατί η ιστορία προχωρά σε άλματα λογικής που κάνουν το νόημα να χάνεται (η ανατροπή που ουσιαστικά γίνεται γνωστή από τα μισά της ταινίας αλλά εξηγείται πλήρως κοντά στο φινάλε είναι απλά βλακώδης), αλλά γιατί πολύ απλά και οι διάλογοι είναι άσχημα γραμμένοι. Έξοχα παραδείγματα αποτελούν η πρώτη συνάντηση μεταξύ Hopkins και Hoult όπου ο πρώτος σχεδόν ξερνάει τα εσώψυχά του σε ένα άτομο που κυριολεκτικά δε γνωρίζει προκειμένου να υπάρξει έκθεση πληροφοριών για το χαρακτήρα του στο κοινό εντελώς ατσούμπαλα, κάποια στιγμή μάλιστα λέει αυτολεξεί «Αμήν! Αλληλούια! Θαυμαστός καινούριος κόσμος!» με ενθουσιασμό για να γίνει κατανοητό πολύ διακριτικά σε όλο το κοινό πως πάσχει από μεγαλομανία, ή τα βατράχια που «πετάει» ο Kingsley («Ξέρεις ποιά είναι η διαφορά μεταξύ ενός αλόγου κούρσας και μιας πόρνης; Ούτε εγώ. Θέλεις να μάθουμε;»). Θέλει εξαιρετικά μειωμένα αντανακλαστικά για να μην εντοπίσει κανείς τα εξόφθαλμα σφάλματα αυτής της δουλειάς, και από ό,τι φαίνεται το κοινό στο εξωτερικό κατάλαβε περί τίνος πρόκειται αν κρίνει κανείς από την παταγώδη εμπορική αποτυχία της ταινίας ακόμη και με το εξαιρετικά μικρό κόστος της. Ασήμαντο, με νοοτροπία στη σύλληψή του που παραπέμπει σε περασμένες δεκαετίες για το σινεμά δράσης.
