Closer (Εξ Επαφής)
Είδος: |
|
Έτος παραγωγής: | 2004 |
Σκηνοθεσία: | Mike Nichols |
Σενάριο: | Patrick Marber |
Ηθοποιοί: | Clive Owen, Jude Law, Julia Roberts, Natalie Portman |
Γράφει:
Μια ταινία που αναμοχλεύει ζητήματα ανθρώπινων σχέσεων, ερωτικής έλξης και απιστίας, δίνοντας, σε τελική ανάλυση, ένα μάλλον αντισυμβατικό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον μήνυμα: όσο και να επιζητούμε την ειλικρίνεια σε μία σχέση, τελικά έχουμε ανάγκη από το ψέμα για να επιζήσουμε μέσα σε αυτή.
Ρομαντικό δράμα, βασισμένο στο βραβευμένο ομώνυμο θεατρικό έργο του 1997, με το σενάριο να υπογράφεται και στις δύο περιπτώσεις από τον Patrick Marber (ο οποίος μας αυτό τον καιρό ετοιμάζει εκπληξούλα, με το Fifty Shades of Grey που θα κυκλοφορήσει το 2015). Σκηνοθετεί ο γνωστός μας Mike Nichols (βλ. Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ (1966), Ο πρωτάρης (1967), Angels in America (2003) κτλ), το όνομα του οποίου, σε συνδυασμό με το πολύ δυνατό casting τραβούν το ενδιαφέρον για να δει κανείς την ταινία.
Η θεατρική δομή και υπο-δομή της ταινίας προδίδεται από διάφορα στοιχεία όπως για παράδειγμα από το τετραμελές και άρα ολιγομελές casting ή από την προτίμηση για εσωτερικές λήψεις. Για να είμαι ειλικρινής υπάρχουν και εξωτερικές λήψεις, οι οποίες, όμως, δεν αξιοποιούν ούτε στο ελάχιστο το πανέμορφο Λονδίνο, προσιδιάζοντας τελικά σε εσωτερικό χώρο.
Έχουμε λοιπόν ένα ενδιαφέρον καρέ χαρακτήρων που αντιπροσωπεύουν τέσσερις εντελώς διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες οι οποίες μοιραία συμπλέκονται θέλοντας και μη, παρασυρμένοι σε ένα ερωτικό παιχνίδι που τους ερεθίζει και τους πληγώνει, που τους ερεθίζει πληγώνοντάς τους.
Ο Dan (Jude Law), ανασφαλής και φοβισμένος κατά βάθος, προσπαθεί να γίνει συγγραφέας ενώ το μόνο που έχει πετύχει είναι να γράφει επικήδειους λόγους στην εφημερίδα. Κατά τα άλλα ενσαρκώνει τον κλασικό –εξίσου φοβισμένο και ανασφαλή, αν με ρωτάτε- ερωτικό κυνηγό που, ανικανοποίητος καθώς παραμένει πάντα, δε διστάζει να επιδείξει κάθε ώρα και στιγμή την έντονη σεξουαλικότητά του. Ο Larry (Clive Owen) είναι το πραγματικά βαρύ και ασήκωτο αρσενικό, επιτυχημένος γιατρός (όχι βρε παιδιά, για ποια στερεότυπα μου λέτε;), με ακλόνητη αυτοπεποίθηση και μία ιδιαίτερη, άγρια σεξουαλικότητα, διαφορετική από αυτή του Dan, που απωθεί αλλά και ελκύει ταυτόχρονα. Η Anna (Julia Roberts), είναι μία φωτογράφος με ιδιαίτερες ευαισθησίες, τις οποίες προφυλάσσει πίσω από μία φαινομενική αυστηρότητα και σοβαρότητα. Η Alice (Natalie Portman), τέλος, είναι μία στρίπερ με άγνωστο παρελθόν, η οποία συνδυάζοντας την έκδηλη γυναικεία σεξουαλικότητα με μία βαθειά ανάγκη για συναισθηματική δέσμευση, μας αφήνει πολλά ερωτηματικά κυρίως λόγω του –μέτριου- τέλους της ταινίας.
Δεν ξέρω αν γίνεται σαφές από την περιγραφή των χαρακτήρων, οπότε θα το διατυπώσω ρητά: Τόσο οι χαρακτήρες όσο και οι μεταξύ τους σχέσεις είναι άκρως επιφανειακές και αναπτύσσονται ελάχιστα κατά τη διάρκεια της ταινίας. Δεν υπάρχει κανένα βάθος , καμία σοβαρή ψυχογραφική προσπάθεια, καθώς και πολλά, πάρα πολλά ερωτηματικά που μένουν αναπάντητα. Υπό αυτή την άποψη η ταινία δεν είναι καλή. Δεν είναι κακή, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι και καλή. Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα απόπειρα, ένα καταπληκτικό, κατ’ εμέ, θέμα, αυτό της ισορροπίας αλήθειας-ψέματος μέσα στις σχέσεις, αλλά μία ατυχή απόδοση.
Αυτό δεν με εμποδίζει από το να προτείνω την ταινία, διότι βλέπεται πολύ ευχάριστα. Και όταν λέω «βλέπεται ευχάριστα» δεν εννοώ ότι είναι διασκεδαστική, φυσικά, αλλά πιστεύω ότι αυτό που θέλει να μεταδώσει το μεταδίδει, έστω και αν τις περισσότερες φορές καλούμαστε να το μαντέψουμε από μόνοι μας.
Όσο για τις ερμηνείες, δεν είμαι και πολύ σίγουρη ότι είναι ικανοποιητικές. Ο Jude Law, ο οποίος είναι τεράστιος ηθοποιός και το έχει αποδείξει στο παρελθόν, μου φαίνεται κάπως άχρωμος, σχεδόν βαριεστημένος. Θα έλεγε κανείς ότι μπορεί να ευθύνεται το σενάριο και ο συγκεκριμένος ρόλος, καθώς επίσης και το γεγονός ότι έχουμε συνηθίσει τον Law σε πιο δυναμικούς και «ηχηρούς» ρόλους. Από την άλλη, όμως, θα μπορούσε κανείς να δει τη συγκεκριμένη ερμηνεία του ως μία ευκαιρία να διευρύνει το ερμηνευτικό του φάσμα, την οποία δυστυχώς δεν άρπαξε. Αντίστοιχα η Julia Roberts, για την οποία κάθε σχόλιο είναι περιττό, παρά το γεγονός ότι δίνει μία καλή ερμηνεία εκτός από καταπληκτικά κοντινά της πλάνα κρατά μία πιο διακριτική στάση, που σχεδόν ξενίζει. Κατά τον ίδιο τρόπο η Natalie Portman είναι πολύ καλή, εφόσον η ταινία την πετυχαίνει στη φάση της ενηλικίωσής της ως ηθοποιού. Συνεχίζω, όμως, να πιστεύω ότι δεν δίνει και κάτι τόσο τρομερό, τουλάχιστον όχι κάτι που να δικαιολογεί τη Χρυσή Σφαίρα που κέρδισε για το συγκεκριμένο ρόλο.
Αντίθετα, υπάρχει μία πολύ μεγάλη ευχάριστη έκπληξη στην ταινία, και αυτή είναι ο Clive Owen. Κινείται μεταξύ της αντιπάθειας, της διαστροφής και της ακαταμάχητης γοητείας χωρίς ίχνος υπερβολής, κερδίζει τις εντυπώσεις και ξεκάθαρα ξεχωρίζει μεταξύ των υπολοίπων.
Για να μην παρεξηγούμαστε, παράτα αρκετά ατοπήματα της, η ταινία έχει και τα καλά της. Σε αυτά συγκαταλέγεται η ενδιαφέρουσα σκηνοθετική άποψη του Nichols, σύμφωνα με την οποία διαδοχικές σκηνές καλύπτουν μήνες ακόμα και χρόνια έτσι ώστε να αναγκαζόμαστε μέσα από μία αφαίρεση να υποθέσουμε κάποια από τα σημαντικότερα γεγονότα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτυπώνει και να επικυρώνει την ανισορροπία και τη συναισθηματική αστάθεια των τεσσάρων, αν και δεν είμαι σίγουρη ότι έγινε συνειδητά. Το δυνατό χαρτί, όμως, της ταινίας είναι το γεγονός ότι παρά το διάχυτο ερωτισμό πάνω στον οποίο βασίζεται η εξέλιξη της πλοκής και των –όποιων- διαπροσωπικών σχέσεων, σκηνοθέτης και σεναριογράφος δεν πέφτουν στην παγίδα να εκμεταλλευτούν στο έπακρο σκηνές σεξ, παρά επενδύουν στο λόγο και το διάλογο, αποδεικνύοντας ότι η υπόρρητη σεξουαλικότητα μπορεί να γίνει ακόμη πιο έντονη και εκρηκτική.