Ανεμιστήρας - Cinefreaks.gr Cinefreaks.gr

Ανεμιστήρας


Είδος:

Έτος παραγωγής:
Διάρκεια: 97
Χώρα: Ελλάδα
Σκηνοθεσία:
Σενάριο: ,
Ηθοποιοί: , ,
Πρεμιέρα: 16-11-2017

Γράφει:

Μια νεαρή κοπέλα – κρατώντας μια χειροβομβίδα στα χέρια – κατευθύνει τη σχέση των γονιών της από το μηδέν. Το αίτημα για ένα «ιδανικό» κόσμο μέσα από τη σκληρή αθωότητα ενός παιδιού.

Είναι εμφανές από το στυλ των διαλόγων, τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρά το πρωταγωνιστικό τρίο, ακόμη και τα κάδρα, πως ο Δημήτρης Μπίτος, στην πρώτη μεγάλου μήκους σκηνοθετική του απόπειρα, έχει επηρεαστεί από το εγχώριο κύμα του weird wave. Υπάρχει μια αποστασιοποίηση, με εξαίρεση ένα με δυο μετρημένα ξεσπάσματα, με το δεύτερο που λαμβάνει χώρα αμέσως πριν το φιλμ ξεκινήσει να «ενεργοποιεί» την κεντρική του ιδέα να είναι και η καλύτερη στιγμή, γεμάτη ένταση και οδύνη. Δυστυχώς όσο προχωράει η ταινία τόσο πιο επαναλαμβανόμενη αποδεικνύεται και η απόγνωσή της να αποκτήσουν τα τεκταινόμενά της κάποια βαθύτερη ερμηνεία δε γεμίζει το νοηματικό κενό που υπάρχει. Η δε προσπάθεια του σκηνοθέτη και συνσεναριογράφου να μιμηθεί την προαναφερθείσα σχολή θυμίζει περισσότερο πιθηκισμό παρά μια ελεύθερης μορφής έμπνευση εμποτισμένη με ένα προσωπικό στυλ για την ανάπτυξη του προβληματισμού του. Πίσω από την απλοϊκή σύλληψη που κινητοποιεί την πλοκή δεν υπάρχει μονάχα ένας απαισιόδοξος μεν, όχι αρκετά επεξεργασμένος δε στοχασμός επάνω στη δομή των οικογενειακών σχέσεων, αλλά κι ένα σχόλιο σχετικά με το πόσο αλληλένδετη είναι η έννοια του ηθοποιού με αυτήν του προφίλ που χτίζει κάποιος στη δημόσια (η σκηνή στο εστιατόριο) αλλά και στην ιδιωτική σφαίρα (οι σκηνές στο σπίτι και αυτή της εκδρομής). Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται ελκυστικά ως ιδέες, υπάρχουν όμως σοβαρά σφάλματα και προβλήματα στην εκτέλεσή τους.

Χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και σκηνοθετικά λάθη, τα μεγαλύτερα ατοπήματα είναι σεναριακά. Όταν στόχος είναι ένα τόσο διαδεδομένο κοινωνικά μοντέλο όπως η οικογένεια, ένας δημιουργός οφείλει να είναι συγκεκριμένος και σαφής στον τρόπο που αρθρώνει τα επιχειρήματά του ενάντια σε παθογένειες που συναντώνται συχνά σε αυτό. Η γραφή ωστόσο των Μπίτου κι Ευαγγελίδη είναι υπερβολικά γενικόλογη και θολή, χωρίς να δίνει υπόσταση στους πιθανούς λόγους που διαβρώνουν τη σχέση των γονέων μεταξύ τους αλλά και με την κόρη τους. Ακόμη περισσότερο προβληματίζεται κανείς όταν συνειδητοποιεί πως η αφύσικη επικοινωνία μεταξύ των ηρώων δεν είναι γνώρισμα του κομματιού της ταινίας από όταν αρχίζει να κάνει την παρουσία του το κεντρικό εύρημα, αλλά προϋπάρχει. Η συναισθηματική αποξένωση είναι δύσκολο να απεικονιστεί ακριβώς, είναι κάτι παραπάνω από περίεργες παύσεις κι επαναλήψεις και απουσία εκδήλωσης συναισθημάτων, μπορεί κάποιος να μην αισθάνεται τίποτα για τον άνθρωπο που έχει απέναντί του και όμως να υποκρίνεται ότι αντιδρά ειλικρινώς, να υποδύεται ένα ρόλο. Η προσέγγιση των συντελεστών γύρω από το θέμα είναι αυτή ενός παρατηρητή που δεν έχει καταλάβει πλήρως την ουσία της κατάστασης που καλείται να αναπαραστήσει.

Πρόκειται για φιλμ που περιστρέφεται γύρω από μια ιδέα, την οποία ξεχειλώνει και από ένα σημείο κι έπειτα δε γνωρίζει πως να την αξιοποιήσει περαιτέρω. Η εντύπωση που δίνεται στο τέλος είναι ότι ο δημιουργός κυνηγάει την ουρά του. Αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο στις τελικές σκηνές, που ακόμη κι αν περιλαμβάνουν μια όχι εύκολα εξηγήσιμη ενέργεια, που ανεβάζει το ενδιαφέρον, τελικά μέχρι κι αυτό ξεφουσκώνει στο φινάλε, το οποίο μοιάζει τεμπέλικο και σαν να μην προκύπτει φυσικά από τις εξελίξεις. Είναι κρίμα γιατί και ο Γιώργος Βαλαής, αλλά κυρίως η Ειρήνη Δράκου, παραδίδουν δύο πειστικές ερμηνείες που αν είχαν κι ένα ανάλογα αξιόλογο κείμενο τότε πραγματικά θα δημιουργούσαν δυο απολύτως ολοκληρωμένους χαρακτήρες που θα βοηθούσαν στο να καταστήσουν πιο στέρεα κι εμπεριστατωμένη τη μελέτη που αποπειράται να γίνει εδώ. Το τελικό αποτέλεσμα είναι άκρως ελαττωματικό και πάσχει από την ίδια ασθένεια που πλήττει πολλά σύγχρονα δείγματα της ελληνικής μυθοπλασίας: κάτι που θα μπορούσε να αναπτυχθεί παραπάνω από ικανοποιητικά σε ένα φιλμ μικρού μήκους γίνεται μεγάλου μήκους χωρίς να υπάρχουν επαρκή ευρήματα που να μπορούν να δικαιολογήσουν αυτήν την απόφαση. Όσο καλή διάθεση και να έχει κάποιος μένοντας στο θετικό παράγοντα της φιλόδοξης ιδέας, η υλοποίηση είναι αποθαρρυντικά απογοητευτική.

Βαθμολογία: 0,5/5


Βαθμολογία Χρηστών


Προβολές