Ένας μαγευτικός «Ψυχρός Πόλεμος» από τον Παβλικόφσκι, μια τέλεια Νύχτα Πρεμιέρας!

Νύχτες Πρεμιέρας | 21-9-2018 |
Όλα ξεκινούν στην Πολωνία του 1949, με καθημερινούς ανθρώπους να τραγουδούν μπροστά από ένα μαγνητόφωνο πολωνικά τραγούδια τα οποία υμνούν τους καημούς του έρωτα. Την καταγραφή κάνει μια επιτροπή που αναζητά αυθεντικές μελωδίες και ταλέντα για τη σύσταση ενός φιλόδοξου μουσικού ομίλου. Εκεί, στις οντισιόν, ο μαέστρος Βίκτορ (Τομάς Κοτ) θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί την όμορφη νεαρή Ζούλα (Τζοάνα Κούλιγκ). Ο έρωτάς τους θα περάσει από τη Βαρσοβία, το Βερολίνο, το Παρίσι και τη Γιουγκοσλαβία, θα γνωρίσει αναβολές, ματαιώσεις, συμβιβασμούς, παραιτήσεις και αναζωπυρώσεις, θα βρεθεί αντιμέτωπος με διλήμματα και αντιζηλίες και θα γυρέψει την τύχη του στη Δύση πριν αναζητήσει με ρίσκο την επιστροφή του πίσω στην Πολωνία.
Αυτή είναι η επίσημη σύνοψη της τελευταίας ταινίας του Πάβελ Παβλικόφσκι, «Ψυχρός Πόλεμος», που έκανε πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες στα πλαίσια των 24ων Νυχτών Πρεμιέρας σε ένα κατάμεστο Ιντεάλ, παρουσία του Πολωνού σκηνοθέτη, ο οποίος μετά το τέλος της ταινίας απάντησε στις ερωτήσεις του κοινού. «Δεν ήθελα να κάνω μια πολιτική ταινία. Η ζωή είναι δύσκολη και απρόβλεπτη σε κάθε πολιτικό καθεστώς, η αγάπη είναι δύσκολη και απρόβλεπτη είτε ζεις σε μια δικτατορία είτε σε μια δημοκρατία. Η ταινία μου είναι απλά αυτό που δείχνει, τίποτα παραπάνω», είπε ο Παβλικόφσκι απαντώντας σε σχετική ερώτηση μετά την ταινία και η αλήθεια είναι πως η μιάμιση ώρα που είχε προηγηθεί, είχε επιβεβαιώσει στο πανί τον εν λόγω ισχυρισμό.
Και τότε προς τι αυτός ο δομικά πολιτικοποιημένος τίτλος της ταινίας, αν επρόκειτο απλά για μια ιστορία αγάπης; Αν και ο ίδιος ο Παβλικόφσκι φρόντισε, μετά την ταινία, να κάνει ξεκάθαρο ότι δεν είναι και πολύ φανατικός φίλος των κινηματογραφικών συμβολισμών, η αλήθεια είναι πως σε αυτή την ιστορία αγάπης που αφηγείται στο τελευταίο του φιλμ, ο συμβολισμός του τίτλου είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρος.
Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου οριοθετείται χρονικά στα χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Στο περίπου δηλαδή, είναι μια περίοδος 45 χρόνων. Είναι η περίοδος κατά την οποία οι χώρες του λεγόμενου Ανατολικού Μπλοκ (ή κατά μια άλλη αφήγηση, οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού) και εκείνες της Δύσης συγκρότησαν ένα μεγάλο γεωπολιτικό δίπολο και ο πλανήτης καθορίστηκε από τη μεταξύ τους αντιπαλότητα σε επίπεδο κοσμοθεωρίας και πολιτεύματος. Στην ταινία του Παβλικόφσκι, η συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση είναι το φόντο πίσω από τους δυο πρωταγωνιστές. Δυο πρωταγωνιστές που θα βιώσουν έναν μεγάλο, ανεκπλήρωτο έρωτα. Ορθότερα θα λέγαμε, έναν έρωτα που μένει πάντα «μισός».
Ο Παβλικόσφκι ωστόσο, μοιάζει να το ξέρει πολύ καλά: οι έρωτες και ειδικά οι ανεκπλήρωτοι, εκείνοι που καθορίζονται από τα απωθημένα των ανθρώπων που εμπλέκονται σε αυτούς, είναι μια άλλη εκδοχή του πολέμου. Κρύβουν μέσα τους, σε ισόποσες δόσεις, τόσο την τρυφερότητα και το πάθος όσο και τον ανταγωνισμό και την αντιπαλότητα. Και με έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, οι δυο αυτές πτυχές τους, φαινομενικά αντιφατικές και ασύμβατες, ενισχύουν διαρκώς η μια την άλλη.
«Είναι η γυναίκα της ζωής μου», θα παραδεχθεί (μάλλον στον εαυτό του) ο Βίκτορ για την Ζούλα σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας. Όμως ο Βίκτορ και η Ζούλα δεν μπόρεσαν ποτέ να δομήσουν μια σταθερή σχέση (και είναι αυτή η αέναη προσπάθειά τους που κινεί την πλοκή της ταινίας) και άρα ο Βίκτορ, στην πραγματικότητα αγαπάει μια κατάσταση, μια ανεκπλήρωτη συνθήκη. Όχι -αναγκαστικά- μια γυναίκα. Άλλωστε, σε αυτή τη θυελλώδη κατάσταση που ζουν οι δυο τους, οι παρενθέσεις «κανονικότητας» καθορίζονται περισσότερο από τις συγκρούσεις τους και λιγότερο από την αγάπη τους. Σαν τον Σίσυφο στον γνωστό μύθο, οι δυο πρωταγωνιστές μοιάζουν «γεμάτοι» από συναισθήματα όταν τα πράγματα μεταξύ τους είναι αλλοπρόσαλλα και με μια δόση αυτοκαταστροφής φαίνονται ανίκανοι να διαχειριστούν κάθε ευνοϊκή για αυτούς συγκυρία.
Είναι άλλωστε μια σχέση που εξ’ αρχής δομήθηκε ιεραρχικά: το αρχέτυπο του δάσκαλου/μέντορα και της ερωτευμένη μαθήτριας παράγει τεράστιο πάθος αλλά ταυτόχρονα και μια αντίρροπη κίνηση. Εκείνη θα προσπαθεί για πάντα να ξεφύγει από την άτυπη προστασία του, θα τον εξευτελίζει, θα τον προσβάλει, θα του κάνει άγαρμπα ξεκάθαρο πως μπορεί να είναι μια αυτόνομη προσωπικότητα. Από μέσα της δεν θα φύγει ποτέ η αίσθηση πως εκείνος είναι ο δάσκαλος της και ας αλλάζουν οι συνθήκες στα τόσα χρόνια που τραβιούνται: πάντα νιώθει την ανάγκη να συγκρούεται μαζί του.
Και εκείνος θα υπομένει ευλαβικά τα ξεσπάσματά της, συντηρώντας στην πραγματικότητα το πατρικό πρότυπο που εξαρχής θέλει -οφθαλμοφανέστατα- να της καλύψει. Υπόρρητα, θα ανέχεται τις παιδικές παραξενιές της σαν να δείχνει κατανόηση για το γεγονός ότι η ίδια θέλει να βρίσκει πάντα έναν εχθρό σε κάθε πατρική φιγούρα που συναντάει μπροστά της. Όσο και αν μοιάζει το «θύμα» της υπόθεσης λοιπόν, δεν είναι αθώος (άλλωστε, κανείς δεν είναι απόλυτα αθώος στις ερωτικές σχέσεις): κύριο μέλημά του είναι για πάντα, εκτός από αναμφισβήτητος και αναντικατάστατος εραστής της, να είναι και ο καθοδηγητής, ο μέντορας της σχέσης.
https://www.youtube.com/watch?v=u23t_D_uDQY
Ο Βίκτορ και η Ζούλα αγαπιούνται βαθιά. Αλλά βάζουν διαφορετικούς όρους σε αυτό το παιχνίδι και έτσι έρχεται διαρκώς η αντίθεση. Και η αντίθεση αναζωπυρώνει τον έρωτα και ο έρωτας την αντίθεση και τα χρόνια μεταξύ τους περνούν και μια εθιστική περιπέτεια, που μοιάζει να μην έχει τέλος, συνεχίζεται μεταξύ τους. Τελικά, ο διττός τίτλος της ταινίας αποκτά υπόσταση. Τα άψογα τοποθετημένα κινηματογραφικά κάδρα του Παβλικόφσκι αποτυπώνουν με γνήσια κινηματογραφική ατμόσφαιρα το κοινωνικό περιβάλλον της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, που παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στα τεκταινόμενα και τις περιπέτειες των δυο πρωταγωνιστών. Άλλα ταυτόχρονα, ένας παράλληλος Ψυχρός Πόλεμος, πιο προσωπικός και υπόρρητος, λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε αυτό το ανισόρροπο -αλλά τόσο παθιασμένο- ζευγάρι.
Το φινάλε είναι δεδομένο πως θα διχάσει. Για άλλους θεατές, θα είναι αριστουργηματικό και συγκινητικό και για άλλους, αναντίστοιχο της φύσης των χαρακτήρων που ο ίδιος ο Παβλικόφσκι έχει χτίσει. Με μια πρώτη προβολή, αυτή εδώ η κριτική τοποθετείται στην δεύτερη κατηγορία πάντως. Είναι ωστόσο ένα μικρό (και σε κάθε περίπτωση συζητήσιμο) πταίσμα για μια ταινία που κατά τα άλλα, αποτελεί δεδομένα μια από τις ομορφότερες ταινίες του 2018.