Βασίλης Δημητρίου: ο τελευταίος ζωγράφος αφίσας

Ειδήσεις | 27-2-2014 |
Νωρίτερα έπεσα σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο των New York Times, που αναφέρεται στον 78χρονο Βασίλη Δημητρίου, έναν ζωγράφο, που η αρθρογράφος γράφει πως είναι ο τελευταίος, που ζωγραφίζει αφίσες για τον κινηματογράφο.
Στο Αθήναιον, μπορούσες να δεις την αφίσα που ζωγράφισε για τον Λύκο της Wall Street. Βασικό της θέμα ο Λεονάρντο ντι Κάπριο, δίπλα του το χρυσό αγαλματάκι του Όσκαρ (θα το κερδίσει άραγε;) και βιντάζ αισθητική βγαλμένη από τη νουάρ δεκαετία του 40. Ο 78χρονος σήμερα Βασίλης Δημητρίου, μπορεί να μην γνώρισε ποτέ από κοντά κάποιον σταρ του σινεμά, άλλα από τα 15 του σχεδόν κάθε εβδομάδα δημιουργεί απίστευτες αφίσες για αυτούς. Οι φιγούρες τους θυμίζουν κάτι από παλιό σινεμά εκείνο του σελιλόιντ, κουβαλάνε την αισθητική των παλιών κόμικ, των παλιών διαφημίσεων για τσιγάρα στα περιοδικά, ξένες στην εποχή του ψηφιακού, του DVD, του 3D, των web σειρών…
Σήμερα είναι ο μοναδικός καλλιτέχνης του είδους στην Ελλάδα, από τους λίγους που έχουν απομείνει στην Ευρώπη σε μια τέχνη που είναι είδος υπό εξαφάνιση. Αντίθετα στη δεκαετία του 1920 το Χόλιγουντ προσλάμβανε γραφίστες και ζωγράφους για να αποτυπώσουν με αυτό τον τρόπο τη λάμψη και τον ενθουσιασμό μιας νέας ταινίας και οι αφίσες κοσμούσαν μεγάλους και μικρούς κινηματογράφους. Αργότερα με την ανάπτυξη των αυτοκινητοδρόμων, τις συναντούσες σε μεγάλες διαφημιστικές πινακίδες κατά μήκος τους, σε όλο τον κόσμο.
Στην εποχή όμως της ψηφιακής εκτύπωσης μόνο λίγοι συνεχίζουν να ζωγραφίζουν. “Η ζωγραφική είναι πάντα στο μυαλό μου” αναφέρει ο Βασίλης Δημητρίου στο μικρό ατελιέ του. “Είναι υπέροχο συναίσθημα να τελειώνεις μια αφίσα, να τοποθετείται σε ένα σινεμά και να ξέρεις πως οι θεατές θα την δουν και θα νιώσουν λίγη από τη μαγεία της”.
Παρά την ηλικία του, ο κύριος Δημητρίου έχει αυστηρό πρόγραμμα. Κάθε αφίσα χρειάζεται 3 με 4 ημέρες να ολοκληρωθεί και ζωγραφίζει μία ή δύο κάθε εβδομάδα για τον κινηματογράφο Αθήναιον, του οποίου συνεργάτης είναι εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια. Δουλεύει στο μικρό ατελιέ, που έχει έναν τοίχο ακριβώς στις διαστάσεις της αφίσας που χωρά στο Αθήναιον. Σε μια γωνιά μπορείς να δεις τον ντιΚάπριο, δίπλα στα καβαλέτα, πιο πέρα την Πενέλοπε Κρουζ από το Blow (την “κοπέλα” του, όπως ο ίδιος τη χαρακτηρίζει χαμογελώντας), τον Εξορκιστή, τη Λολίτα, το Άλι με τον Γουίλ Σμιθ.
Μεγάλωσε σε μια φτωχική γειτονιά της Κυψέλης. Ο πατέρας του στις μάχες του Β Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα στη διάρκεια της Κατοχής όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο σπίτι του και συνέλαβαν τον πατέρα του, που κατά τύχη γλίτωσε από την εκτέλεση, όταν σύρθηκε από έναν ομαδικό τάφο και πήγε αιμόφυρτος μέχρι το σπίτι του. Ύστερα εντάχθηκε στην Αντίσταση και δεν τον είδε για δυο χρόνια. Παρ’ όλα αυτά ζωγράφιζε με πάθος. Μπορεί να μην είχε λεφτά για μολύβια και χαρτί, άλλα χρησιμοποιούσε χαλκό και ζωγράφιζε στα πεζοδρόμια.
Μετά τον πόλεμο και ενώ έβλεπε κρυφά μια ταινία σκαρφαλωμένος σε ένα δέντρο, έξω από ένα σινεμά ο ιδιοκτήτης τον κυνήγησε, εκείνος πήδηξε μέσα στο σινεμά και όταν ο υπεύθυνος του προβολέα τον έπιασε του πρότειναν να δουλεύει εθελοντικά στον κινηματογράφο με αντάλλαγμα να βλέπει δωρεάν ταινίες. Σύντομα ο ιδιοκτήτης παρατήρησε το ταλέντο του στη ζωγραφική και το πρότεινε να ζωγραφίζει αφίσες. Είχε την ελευθερία να αποδίδει τις σκηνές, όπως ήθελε και πολλές φορές… αβαντάριζε τους αγαπημένους του ηθοποιούς. “Αν έβλεπα τον Γκάρι Κούπερ και τον Μάρλον Μπράντο, θα ζωγράφιζα τον Μπράντο” είπε. Τελικά έφτασε να συνεργάζεται με δέκα κινηματογράφους της Αθήνας.
Για τον κύριο Δημητρίου, υπήρχε μια χρυσή εποχή του σινεμά, τότε που πήγαινες να δεις ταινία με κοστούμι και γραβάτα. “Οι γυναίκες φορούσαν όμορφα φορέματα, οι μισοί από τους θεατές θα πήγαιναν στο φουαγιέ για ποτό και για να συζητήσουν για την ταινία” λέει. “Όλο αυτό δεν υπάρχει πια…”
Δουλεύει με μεράκι, σιωπηλά και μεθοδικά, προσέχει πως θα χρησιμοποιήσει τα χρώματα για να μην χαλάσει την αφίσα η βροχή, τοποθετεί την αφίσα χρησιμοποιώντας μια σκάλα με τη βοήθεια του γαμπρού του και όταν τελειώσει η τοποθέτηση απομακρύνεται για να δει πως φαίνεται.
Ένας άνδρας πλησιάζει και τον αγκαλιάζει. “Είμαι μεγάλος φαν του” λέει.
Πίσω στο ατελιέ του, λέει πως η αναγνώριση είναι ωραίο συναίσθημα, άλλα όχι το να νιώθεις ότι κάνεις μια τέχνη που πεθαίνει.
“Όσο μπορώ να ζωγραφίζω θα το κάνω. Αν σταματήσω να ζωγραφίζω, θα σταματήσω να αναπνέω”