At Home Q&A με τον Θανάση Καρανικόλα και την Μαρία Καλλιμάνη (Berlinale video)

Συνεντεύξεις | 25-2-2014 |
Πάνε δέκα μέρες που αποχαιρετήσαμε το Βερολίνο και το Φεστιβάλ κινηματογράφου του, όπου είδαμε τρεις Ελληνικές ταινίες. Το Στο Σπίτι του Θανάση Καρανικόλα, μας εντυπωσίασε ευχάριστα, καταχειροκροτήθηκε στην παγκόσμια πρεμιέρα του και οι συντελεστές του βρέθηκαν εκεί για το Q&A session όπου ο Καρανικόλας μαζί με την πρωταγωνίστρια Μαρία Καλλιμάνη απάντησαν στις ερωτήσεις του κοινού. Δείτε το βίντεο (στα Αγγλικά) ή διαβάστε τα σημαντικότερα αποσπάσματα (Ελληνικά).
Να θυμίσουμε ότι το Στο Σπίτι κέρδισε το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής του Φεστιβάλ στο Forum, ενώ είναι μια παραγωγή Ελλάδας και Γερμανίας.
Η εκπρόσωπος της Berlinale άρχισε με τις ερωτήσεις: “Πολλοί θα πούνε ότι πρόκειται για μία ταινία για την οικονομική κρίση, και είναι αλήθεια ότι η ταινία στηρίζεται στην κατάσταση της τωρινής Ελληνικής κοινωνίας, αλλά πάνω από όλα η ταινία εστιάζει σε μία γυναίκα, μια γυναίκα που έχει μια πολύ ιδιαίτερη αντιμετώπιση απέναντι σε μια προδοσία και την κοινωνική αδικία. Πες μας κάτι για την προσέγγισή σου στον κεντρικό χαρακτήρα.”
“Η αρχική μου ιδέα ήταν να δημιουργήσω ένα χαρακτήρα που να αντιμετωπίζει την αδικία και την προδοσία με ένα μοναδικό τρόπο. Σκέφτηκα ότι αν εγώ ή κάποιος άλλος ήταν στην θέση της (κεντρικής ηρωίδας) θα δρούσε εντελώς διαφορετικά, οπότε άρχισα να αποκλείω όλες αυτές τις αντιδράσεις, και προσπάθησα να βρω κάτι το ριζοσπαστικό για αυτόν τον χαρακτήρα. Ήθελα να είναι ηρωίδα, να προτείνει κάτι το διαφορετικό, και το πιο ριζοσπαστικό που βρήκα ήταν η συγχώρεση και η αγάπη.”
Το κοινό αυθόρμητα χειροκροτεί και ο λόγος περνά στην Μαρία Καλλιμάνη η οποία δέχεται τα κοπλιμέντα για την ερμηνεία της και ένα ακόμη πιο δυνατό χειροκρότημα. “Πες μας πως δούλεψες πάνω στον χαρακτήρα σου και πως συνεργάστηκες με τον σκηνοθέτη πάνω σε αυτό.”
“Αρχικά με σκληρή δουλειά. Κάναμε πρόβες με τον Θανάση, για ένα δύο μήνες, συζητήσαμε πολύ για αυτή τη γυναίκα. Ίσως η συμπεριφορά της δεν ήταν τόσο προφανής σε μένα, το γιατί δηλαδή δεν απαιτεί κάποια πράγματα. Αναρωτιόμουν αν είναι ηττοπαθής η αν δε ξέρει να μάχεται, τελικά την κατάλαβα κυρίως κατά την διάρκεια των γυρισμάτων. Ήταν μία πολύ καλή εμπειρία, κάθε μέρα μέσα στο σπίτι με τους υπόλοιπους ηθοποιούς και τον Θανάση. Ήταν σαν να την ανακάλυπτα κάθε μέρα. Στο τέλος κατάλαβα την συμπεριφορά της. Είναι μια γυναίκα με μεγάλη αξιοπρέπεια και ακεραιότητα, έχει σταθερές αξίες, μπορεί να συγχωρέσει και νομίζω ότι είναι ένα είδος μάχης, αν μπορείς να δεχτείς, να συγχωρέσεις και να συνεχίσεις. Και ίσως τώρα στην Ελλάδα, με όλα αυτά τα προβλήματα, την οικονομική κρίση, είναι ένας τρόπος να μάχεσαι και να συνεχίζεις. Δεν είναι μόνο ένα σύμβολο, γνωρίζω ότι υπάρχουν πολλοί σαν κι αυτήν στην Ελλάδα, άνθρωποι που παλεύουν και επιζούν χωρίς να φωνάζουν, αλλά στην σιωπή και με αξιοπρέπεια.” απάντησε η Μαρία.
Ερωτώμενος στην συνέχεια για το είδος του φιλμ, που χαρακτηρίζεται περισσότερο μελόδραμα, και όχι κοινωνικό ο Καρανικόλας απάντησε:
“Όταν έγραφα το σενάριο που ήταν ξεκάθαρο ότι όποιος δει την ταινία μπορεί να την αντιληφθεί με διαφορετικούς τρόπους. Μπορεί κάποιος να πει ότι είναι ένα κοινωνικό δράμα. Όμως δε πιστεύω στο κοινωνικό δράμα, καθώς αυτό που αποκαλώ εγώ κοινωνικό δράμα, είναι μία ταινία με στόχο να διορθώσει κάτι που πάει στραβά στον κόσμο, και δεν είμαι σίγουρος ότι οι ταινίες μπορούν να το κάνουν αυτό. Αντίθετα είναι να φτιάξω ένα μελόδραμα, αλλά στην πραγματική του έννοια, όχι ένα μελόδραμα όπως το σκεφτόμαστε σήμερα με φτηνά συναισθήματα, δάκρυα και ψεύτικα γενικά πράγματα. Στην πραγματική ιδέα του το μελόδραμα αφορά αληθινά συναισθήματα και αυτό προσπάθησα να κάνω.”
Ο Καρανικόλας πήρε πολύ καλά σχόλια από την συντονίστρια για τις εικόνες της ταινίας που είναι φωτεινές ακόμα και αν μιλάμε για μία δραματική ταινία, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε μία κλιμάκωση των χαρακτήρων που στην αρχή δε μοιάζουν να είναι αφεντικά και υπηρέτρια.
“Πρώτα από όλα ήθελα να παρουσιάσω την εικόνα ενός μετανάστη, διαφορετικά από ότι φαίνεται σε πολλά άλλα φιλμ. Το κλισέ του φτωχού θύματος που υποφέρει. Ήθελα ένα γυναικείο χαρακτήρα που να είναι ήρωας, ήθελα κάποιον, που να μπορώ να κοιτάξω και να πω ναι αυτή είναι ηρωίδα για μένα. Υπάρχουν γυναίκες σαν αυτήν στην Ελλάδα. Ήθελα ο θεατής να δει την σχέση των δύο γυναικών (πλούσιας Ελληνίδας και υπηρέτριας στο σπίτι της) και να μην είναι σίγουρος αρχικά ποια είναι η σχέση τους, είναι αδερφές, είναι φιλοξενούμενη, ποιος είναι το αφεντικό και ποιος ο υπηρέτης. Ήθελα να να παρουσιαστεί μια τέτοια σχέση πριν ο θεατής δει τι τελικά χωρίζει αυτούς τους ανθρώπους. Η άλλη ιδέα για το φως. Ήθελα η ταινία να διαδραματίζεται μέρα. (…) Ήθελα να είναι προφανής το το γίνεται με τους χαρακτήρες, στο φως, αλλά να μη φαίνεται καθαρά. Είναι η ιδέα της παρουσίασης όλων αυτών των άσχημων γεγονότων που γίνονται στο φως, σε όμορφα τοπία, και δε τα βλέπουμε.”
Στη συνέχεια το κοινό απεύθυνε τις δικές του ερωτήσεις. Στην ερώτηση το κατά πόσο τα γεγονότα της ταινίας συμβαίνουν στην Ελλάδα και πόσο συνηθισμένα είναι ο Καρανικόλας απάντησε:
“Αυτή είναι η ερώτηση που θα έκανα σε ένα κοινωνικό δράμα, δηλαδή το ότι αυτή είναι μια πραγματική προδοσία, μια πραγματική ιστορία. Η ταινία είναι μία αφαίρεση πραγματική ιστορίας. Βέβαια υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις και άνθρωποι, όμως είναι ταινία δεν είναι μία σπουδή μιας πραγματικής οικογένειας. Ξέρω τέτοιες ιστορίες και ανθρώπους και όλοι στην Ελλάδα ξέρουμε τέτοιες ιστορίες, όπως και τελείως διαφορετικές από αυτήν ιστορίες, όμως δεν είναι η ταινία παράδειγμα για το πως είναι οι Έλληνες. Η ιστορία αυτή αφορά συγκεκριμένους ανθρώπους.”
Στην ερώτηση για το σπίτι και το ποια η ιστορία του (πως επιλέχτηκε) ο Καρανικόλας είπε:
“Όταν έγραφα το σενάριο, σκεφτόμουν ένα σπίτι με συγκεκριμένη σχέση με το τοπίο. ‘Ηθελα τον χαρακτήρα να κοιτά έξω από το παράθυρο σε ένα τοπίο που να της δίνει κάποιου είδους δύναμη. Θα τολμούσα να πω ότι υπήρχε μια μεταφυσική σχέση με το τοπίο. (…) Είναι ένα σπίτι που είναι σαν φρούριο για την οικογένεια που μπορεί να το έχει, σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο που δεν έχει χρήματα για κάτι τέτοιο, αλλά ταυτόχρονα και ένα παράθυρο στη θάλασσα.”
Όσον αφορά την καταγωγή της πρωταγωνίστριας.
“Η Νάντια είναι από την Γεωργία. Η Μαρία βέβαια είναι Ελληνίδα ηθοποιός, που έμαθε κάποια Γεωργιανά για τις ανάγκες της ταινίας. Το μόνο πρόσωπο στο οποίο μιλά την μητρική της γλώσσα ήταν από την αρχή στο σενάριο η μητέρα της. “
Μεγάλη προσοχή έδωσε το κοινό και στα τραγούδια που συνοδεύουν την ταινία, με τον σκηνοθέτη να τονίζει ότι επέλεξε και στα δύο τραγούδια που ακούγονται στην ταινία να μην εμφανίζονται υπότιτλοι, ώστε το ξενόγλωσσο κοινό να αφεθεί στην μουσική, ενώ ευχαρίστησε την Μαριέττα Φαφούτη για το τραγούδι Φως μες στο σκοτάδι.
Δείτε και το βίντεο για περισσότερα:
και εδώ το τραγούδι της Μαριέττας Φαφούτη που ακούγεται στην ταινία: