High Infidelity #262: Adapted

High Infidelity | 21-11-2013 |
Ανάμεσα στις μυριάδες διασκευές κλασικών μυθιστορημάτων, η βιομηχανία του θεάματος συχνά πυκνά στόχευσε σε σύγχρονα λογοτεχνήματα, για να ανακαλύψει σχετικά πρόσφατα την σαρωτική δυναμική έργων που εξελίσσονται παράλληλα με το αναγνωστικό τους κοινό. Αντίθετα ας πούμε με τον φιλολογικό Gatsby των Luhrman και Fitzgerald, o Harry Potter είναι κινηματογραφικός όσο και λογοτεχνικός ήρωας, το ίδιο η Bella και ο Edward που στο συλλογικό υποσυνείδητο δεν μπορεί να έχουν άλλη μορφή απ’ αυτή της Stewart και του Pattinson.
Η τάση που θέλει τα εμπορικότερα αναγνώσματα να περνούν ακόμη και πριν φτάσουν στα βιβλιοπωλεία, κατευθείαν απ’ το χαρτί στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη, ανανεώνεται με μετεφηβικές cineσειρές τύπου “Hunger Games” ή τηλεοπτικά έπη του στυλ “Game of Thrones”. Παράλληλα όμως βλέπουμε όλο και περισσότερα απ’ τα unfilmables των περασμένων δεκαετιών να βρίσκουν τον δρόμο για το πανί, βιβλία όπως το Άρωμα, το Life of Pi ή το Watchmen που είχαν μείνει για καιρό ανεκπλήρωτοι πόθοι πρωτοκλασάτων σκηνοθετών.
Σε πείσμα όλων των παραπάνω, υπήρξαν και συγγραφείς των οποίων το έργο εικονοποιήθηκε άμεσα, αβίαστα κι αυθόρμητα. Κοινό τους γνώρισμα ο κινηματογραφικός τρόπος γραφής και η μετέπειτα ενασχόληση με το σενάριο. Μιλάμε για βιβλία που μιλούν τη γλώσσα της εποχής τους και έχουν αναπνεύσει πριν ξαναγραφτούν στο σινεμά. Τις περισσότερες φορές η κινηματογραφική συμπληρώνει την αρχική τους υπόσταση, γι’ αυτό και ο κλισέ κανόνας θέλει το βιβλίο να είναι πάντα καλύτερο από την ταινία. Κι όντως αν δούμε τα πραγματικά καλά μυθιστορήματα που μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, σπάνια φέρουν την ποιότητα του πρωτότυπου. Ακόμη κι ο κλισέ κανόνας όμως έχει εξαιρέσεις…
Με αφορμή το Councelor, ένα σενάριο του Cormac McCarthy, ιδού 10 εν ζωή συγγραφείς που έχουν ευτυχήσει στις χολλυγουντιανές μεταφορές τους (και δεν μιλάμε για one-offs σαν τον Beloved ή Τα Παιδιά των Ανθρώπων, αλλά για σημαντικές προσωπικότητες που κατά συρροή τροφοδότησαν το Hollywood με πρώτη ύλη για καλές ταινίες):
10. O αμφιλεγόμενος Bret Easton Ellis
Πολλοί αμφιβάλλουν για την λογοτεχνική του αξία, άλλοι πίνουν νερό στ’ όνομά του. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για τις ταινίες του. Αν εξαιρέσουμε το κατά γενική ομολογία αδύναμο “Less than Zero”, όλα οι υπόλοιπες κατάφεραν να διχάσουν κοινό, δημιουργούς και κριτικούς, σε βαθμό που κρίθηκαν καριέρες.
Ακολούθησε 13 χρόνια μετά, το διαβόητο “American Psycho” της Mary Harron, αυτόνομη δημιουργία που καταπατά το πνεύμα του κειμένου, αλλά και τρομερό φιλμ με τον πρώτο σπουδαίο Bale απ’ τους πολλούς που ακολούθησαν στις αρχές των noughties. Μεγαλύτερη πρόκληση το εκπληκτικό Rules of Attraction που απέτυχε παταγωδώς στα ταμεία και κόντεψε να στοιχήσει στο Roger Avary το tarantinικό του κύρος. Ελάχιστοι (και δικαιολογημένα) θυμούνται το Informers του Gregor Jordan, ακόμη λιγότεροι αρνήθηκαν τον πειρασμό του Canyons, ταινίας-σκάνδαλο που ο Ellis συνυπέγραψε με τον γιγάντιο Paul Schrader κι είχε για πρωταγωνιστές τον πορνοστάρ James Deen και την Lohan στην σκοτεινή εποχή της επανένταξης. Απλά ανατριχιαστικό.
Κι η ταινία ξεπέρασε το βιβλίο όταν: Το “Ταξίδι στην Ευρώπη” έγινε από μεγάλου μήκους ταινία σπιντάντο δίλεπτο ένθετο στην αφήγηση, αλλά κι όταν αποφασίστηκε η rewind κινηματογράφηση στο “πάρτι για το τέλος του κόσμου”. Όλα αυτά στο Rules of Attraction, που όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας είναι η μοναδική ταινία που κατάλαβε το κείμενο. Κανονικά το αυθάδες σύμπαν της μεταγκλαμ υπερβολής και των πανηδονιστών που περιγράφει στα βιβλία του, τον κατατάσσει κι αυτόν στους “unfilmables”, οπότε ένα credit παραπάνω στον Avary.
9. Ο ορφανός John Irving
Από τη λίστα αρκετοί δοκιμάστηκαν στο σινεμά γράφοντας σενάρια, μόνο ο John Irving όμως κατάφερε να κερδίσει Oscar, το 2000 για το (διασκευασμένο) σενάριο του “Θέα στον Ωκεανό” (αγγλικός τίτλος “The Cider House Rules”). Η ταινία του Hallstrom αν και γενικά θεωρήθηκε επιτυχημένη, μοιάζει να μην έχει αποδώσει ορθώς το ιδιαίτερο (και κομματάκι ασόβαρο) στυλ του συγγραφέα. Ο ίδιος πάντως παραδέχτηκε ότι προκειμένου να χωρέσει η ιστορία του σε δυο ώρες φιλμ, έκανε πολλές υποχωρήσεις, αφαιρώντας χαρακτήρες και υποπλοκές. Ίσως αυτό δικαιολογεί και το ότι κάποιες απ’ τις πολλές θεματικές που αγγίζει η ταινία, κυρίως σε δεύτερο επίπεδο, μοιάζουν ανολοκλήρωτες.
Στο “The World According to Garp” (1982) αντίθετα, ο σκηνοθέτης George Roy Hill μοιάζει εναρμονισμένος με το κείμενο του Irving. Όχι πλήρως, αφού ο κεντρικός ήρωας είναι ένα κατάψυχρο λογοτεχνικό κατασκεύασμα, αλλά το διεστραμμένο χιούμορ που πηγάζει από αδιανόητα μπερδέματα σεξουαλικού προσανατολισμού διαποτίζει αμφότερα το βιβλίο και την ταινία. Η πιο δημοφιλής νουβέλα του συγγραφέα χάρισε στο σινεμά σωρία αξέχαστων χαρακτήρων, με κορυφαίο ίσως την Roberta Muldoon του John Lithgow, ενώ στάθηκε αναπάντεχο χιτ στο αμερικάνικο B.O., καθιερώνοντας παράλληλα τον Robin Williams (που μέχρι τότε για τους σινεφίλ ήταν απλά ο Popeye).
Το Χόλιγουντ θέλοντας να εκμεταλλευτεί την ανωτέρω επιτυχία, ανέθεσε στον “πολύ” Tony Richardson την μεταφορά του “Hotel New Hampshire”, νουβέλας που έπεται του “Garp” στην βιβλιογραφία του Irving. Παρά το παρεμφερές άναρχο feeling, το αποτέλεσμα δεν ήταν το ίδιο επιτυχημένο. Έπρεπε να περάσουν 14 χρόνια για να ξαναασχοληθούν τα στούντιο με τον Irving, και μάλιστα αυτή τη φορά ο Mark Steven Johnson καταπιάστηκε με το αριστούργημα (ίσως) του συγγραφέα, το “A Prayer for Owen Meany”. Χάρη στην πολύπλοκή του αφήγηση, το μυθιστόρημα είναι φύσει αδύνατο να μεταφερθεί στον κινηματογράφο με τον ίδιο ψυχολογικό αντίκτυπο. Όντως το “Simon Birch” -όπως ονομάστηκε η ταινία- αποφεύγει κάθε σύγκριση με το πρωτότυπο και μεταλλάσει το στόρι σε ένα οικογενειακού τύπου, δακρύβρεχτο δράμα. Αν και αξιοπρεπέστατο είναι μάλλον η πιο αδύναμη απ’ τις μεταφορές του Irving στο σινεμά.
Τελευταία μέχρι στιγμής διασκευή το ανεξάρτητο “The Door in the Floor”. Μια πολύ ιδιαίτερη δραμεντί του Tod Williams, που όσο κι αν προσπαθούν τα ελληνικά κανάλια με τις αλλεπάλληλες προβολές τους, δεν έχει πάρει ακόμη την αναγνώριση που του αξίζει. Μπορεί κι αυτό να μην φτάνει την ποιότητα του βιβλίου (“Widow for a Year” ο τίτλος του), έχει όμως κινηματογραφικές αρετές (και ο Jeff Bridges είναι φυσικά μία απ’ αυτές) που ελάχιστες ταινίες της εποχής και του βεληνεκούς του μπορούσαν να επιδείξουν.
Και η ταινία ξεπέρασε το βιβλίο όταν: Πάγωσε η εικόνα και ο φακός άρχισε να ζουμάρει στο πίσω κάθισμα και το πρόσωπο του γιου του Garp που χαμογελάει, υπονοώντας τον θάνατό του στο δυστύχημα που προκάλεσε η σύζυγος του με τον εραστή της που ερωτοτροπούσαν χυδαία στο μπροστινό όχημα. Τρέλα.
8. ο άντρας James Ellroy
Ο βασιλιάς του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος είναι μάλλον ο κινηματογραφικότερος σε γραφή από τους συναδέλφους του που εμφανίζονται σε αυτή εδώ τη λίστα. Είναι επίσης μεγάλος συνομωσιολόγος, αθεράπευτος κουτσομπόλης, αλλά και ατρόμητη πένα. Ένας οξύτατος συγγραφέας που δεν διστάζει να βγάλει τα ψυχολογικά του και τις παραπάνω αδυναμίες του στο χαρτί.
Εύλογα, τα βάσανά του έχουν προσελκύσει ουκ ολίγες φορές σκηνοθέτες του Hollywood να διασκευάσουν κάποιο απ’ τα συγγράματά του. Η ίδια η βιομηχανία του θεάματος άλλωστε, υπήρξε πολλές φορές το setting για κάποια απ’ τις νουβέλες του. Έτσι εννέα χρόνια μετά το ξεχασμένο σήμερα Cop του James Harris (τίτλος βιβλίου “Blood on the Moon”), που θέλει τον αντισυμβατικό μπάτσο James Woods να κυνηγάει serial killer στα σκοτεινά σοκάκια του Los Angeles, ακολουθεί η κορωνίδα του “κινηματογραφικού” του έργου, που δεν είναι άλλη απ’ το L.A. Confidential του Curtis Hanson. Το lifestyle του Hollywood των 50’s και οι αντίρροπες μέθοδοι δύο σκληροτράχηλων αστυνομικών γίνονται ο άξονας ενός αδιανόητα ψυχαγωγικού φιλμ μυστηρίου, που σκηνή τη σκηνή ξεδιπλώνει κάθε θεματικό μοτίβο του Ellroy: διαφθορά κόντρα στη λάμψη, εγκλήματα διεστραμμένου πάθους, λανθάνουσα ηθική, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο ίδιος παρακολουθεί την ιστορία σαν κοσμικογράφος (ο χαρακτήρας του Kevin Spacey) και ο σκηνοθέτης λειαίνει τα τεκτενόμενα όσο μπορεί κι όσο χρειάζεται για να φτάσει η ταινία τις 9 υποψηφιότητες στα Όσκαρ του 1998 (τελικά κέρδισε τον Β’ γυναικείο ρόλο και φυσικά το διασκευασμένο σενάριο).
Ο Ellroy γίνεται αμέσως κατεστημένο όνομα και μετά το ανεξάρτητο και παρεξηγημένο νέο-νουάρ Brown’s Requiem (1998), ακολουθούν τρεις υψηλού προφίλ παραγωγές: το παλιομοδίτικό Dark Blue του Ron Shelton, η αποτυχημένη Μαύρη Ντάλια του Brian De Palma και το υπερ-macho Street Kings του David Ayer (που αν και κομματάκι σιχαμένο για τα γούστα μου, φαίνεται να άρεσε γενικότερα). Τελευταίο έρχεται το Rampart του 2011, μια εξαιρετική ταινία που κοιτάει στα μάτια τον Bad Lieutenant του Ferrara, το σενάριο της οποίας συνυπογράφουν ο συγγραφέας με τον σκηνοθέτη Oren Moverman (χωρίς να βασίζεται σε κάποιο βιβλίο).
O Ellroy ποτέ δεν έκρυψε την επαφή του με το μέσο. Έχει παίξει μάλιστα σε μικρού μήκους ταινίες ενώ συχνά εμφανίζεται στα περιοδικά κάνοντας τον κριτικό κινηματογράφου (με χαρακτηριστική είναι η αλήθεια αστοχία). Αν υπάρχει μια αστυνομική ταινία που τον κέρδισε τα τελευταία χρόνια αυτή δεν είναι το L.A. Confidential (που θεωρεί χάσιμο χρόνου), αλλά το Zodiac του David Fincher κι όσοι έχουν διαβάσει τα, σχεδόν αυτοβιογραφικά, σύντομα διηγήματά του, μια αποθέωση της ορθής αποσπασματικής αφήγησης, μπορούν να καταλάβουν το γιατί. Ακόμη όμως κι όταν δεν μπλέκεται ενεργά στα του σινεμά η επιρροή στο σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα και κατ’ επέκταση και στα σενάρια του είδους κρίνεται ανυπολόγιστη.
Και η ταινία ξεπέρασε το βιβλίο όταν: Αν και με τρώει να βάλω κάτι απ’ το Rampart, νομίζω οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν ότι δικαιωματικά ο άτυπος τίτλος αξίζει στα επιτυχημένα action pieces του L.A. Confidential, ειδικά στον ανερχόμενο τότε Guy Pearce και την κοντόκανη καραμπίνα του.
7. O μελαγχολικός Kazuo Ishiguro
Ο 59χρονος σήμερα, Ιαπωνοβρετανός Ishiguro συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς, με το έργο του να είναι δυσανάλογο σε ποσότητα, καθώς μετράει μόλις έξι δημοσιευμένες νουβέλες από το 1982 (στην αγορά κυκλοφορούν και τέσσερις μικρές συλλογές με διηγήματά του). Οι κινηματογραφόφιλοι σίγουρα τον θυμούνται από τις συνεργασίες του με τους Ivory και Merchant, ιδιαίτερα τα Απομεινάρια μιας Μέρας του 1993. Οκτώ υποψηφιότητες και δώδεκα χρόνια αργότερα, το τρίο αποφάσισε να επαναλάβει τη συνεργασία, στο σαφώς κατώτερο White Countess. Eδώ ο Ishiguro δοκίμασε να αναλάβει ο ίδιος εξ ολοκλήρου το σενάριο, πράγμα που στο παρελθόν είχε κάνει μόνο για τηλεοπτικές παραγωγές, ενώ υπάρχει και η περίπτωση του Saddest Music in the World. Στο φιλμ του 2003 ο Guy Maddin έχει κρατήσει μόνο τον κεντρικό πυρήνα της ιστορίας (δηλαδή τον διαγωνισμό κι όχι τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων) κι έχει στήσει μια πειραματική σε τεχνοτροπία ταινία που μεταξύ μας αποτελεί ένα απ’ τα καλύτερα πράγματα που συνέβησαν ποτέ στην ιστορία του σινεμά. Παρόλο που το κείμενο φέρεται να μην έχει και πολύ μεγάλη σχέση με την ταινία, πάντα είχα την αίσθηση πως η αισθητική άποψη του Maddin που ανακυκλώνει μανιωδώς στοιχεία απ’ τις πρώτες μέρες του κινηματογράφου, ταίριαζε άψογα στα μυθιστορήματα του Ishiguro.
Ίσως όλα εκτός του Never Let Me Go, μιας ιστορίας επιστημονικής φαντασίας (μάλλον) για το ζοφερό μέλλον της Γηραιάς Αλβιώνας στο γνωστό κατά τ’ άλλα στυλ του συγγραφέα, που ανέλαβε να εικονοποιήσει το 2010 o ενίοτε σπουδαίος Mark Romanek. Η ταινία που πέρασε και δεν ακούμπησε απ’ τη χώρα μας, ανήκει στις σημαντικότερες της τελευταίας 5ετίας (καθόλου μάλλον). Αν και στην κινηματογραφική καριέρα του Ishiguro μιλάμε για βία δύο χολλιγουντιανές παραγωγές (τις δύο ταινίες του Ivory), χάρη σ’ αυτό το ετερόκλιτο 4 στα 4 ο συγγραφέας δικαιολογεί με το παραπάνω μια θέση στη λίστα, αφού ειδικά με το Never Let Me Go άνοιξαν καριέρες στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού για όλους τους συντελεστές.
Και η ταινία ξεπέρασε το βιβλίο όταν: έγινε η διανομή των ρόλων του Remains of the Day και αποφασίστηκε τους ρόλους του μπάτλερ και της οικονόμου να πάρουν οι Anthony Hopkins και Emma Thompson αντίστοιχα.
6. O αντι-James Bondικός John Le Carre
Ό,τι είναι ο Ellroy για τους διεφθαρμένους αστυνομικούς, είναι κι ο John Le Carre για τους Βρετανoύς κατασκόπους. Οι νουβέλες του έχουν δώσει μια σειρά από σπουδαία κατασκοπευτικά φιλμς, με ήρωες πράκτορες μίλια μακριά απ’ το σαθρό πρότυπο του James Bond, που πάντα κυριαρχούσε όταν προέκυπτε κάποια διασκευή βιβλίου του. Η πρώτη το 1965 με τον σπουδαίο Κατάσκοπο που Γύρισε από το Κρύο του Martin Ritt, που συνέπεσε με την τεράστια επιτυχία του Goldfinger. Την ίδια στιγμή εκκινεί στο Ηνωμένο Βασίλειο η θεσπέσια τριλογία του Harry Palmer με το Ipcress File (βασισμένη σε μια σειρά βιβλίων του Len Deighton, που αν δεν ήταν τόσο ποπ και δεν υπήρχε ο Le Carre θα είχε τη θέση του στη λίστα). Το υποψιασμένο κοινό αναθεωρεί όσα πάγια κατείχε για ένα κουρασμένο κινηματογραφικό είδος και ο Sidney Lumet βρίσκει την επόμενη ταινία του κάπου στις σελίδες του Call for the Dead. To Deadly Afffair -όπως ονομάστηκε το φιλμ- ήταν χρυσό, ήταν καλό, ήταν νόστιμο αλλά δεν συγκρίνεται σε καμία περίπτωση με την ταινία του Ritt. Για το Looking-Glass War του 1969 δεν έχω άποψη, μεσολαβούν 15 χρόνια μέχρι το άξιο αναφοράς Little Drummer Girl του George Roy Hill, συμπαθές και το δαιδαλώδες The Russia House του Fred Schepisi, στο οποίο πλέον η κατ’ άλλους γκλαμουρ ζωή του κατασκόπου εξισώνει την απόλυτη ανία.
Το 2001 ο Le Carre συνεργάζεται με τον John Boorman στο σενάριο της μεταφοράς του Tailor of Panama που απογοητεύει δεδομένου του hype που είχε δημιουργηθεί τότε. Ο θαυμάσιος Επίμονος Κηπουρός απ’ την άλλη, μια ιστορία ελαφρώς διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας, αφού οι κατάσκοποι δεν είναι ακριβώς πρωταγωνιστές και ο κεντρικός ήρωας είναι διπλωμάτης, αποτελεί την τελευταία έκλαμψη του Fernando Meirelles πριν την κατρακύλα που ξεκίνησε στο Blindness. Οι επιτυχημένες διασκευές συνεχίζονται με το (βρετανικής παραγωγής) αριστουργηματικό Tinker Tailor Soldier Spy του Tomas Alfredson που κυκλοφόρησε πέρυσι στην Ελλάδα. Ταινία ανάλογου ύφους με το Russia House, εξίσου πολύπλοκο, αλλά με κινηματογραφικές αρετές που δεν γίνεται να προσπεράσεις. Έπονται δύο ακόμη διασκευές, εκ των οποίων ή μία είναι το πολυαναμενόμενο “A Most Wanted Man”, μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 2008 την εικονοποίηση του οποίου έχει αναλάβει ο Anton Corbjin. Η πρεμιέρα του είναι προγραμματισμένη για τις 22 Νοεμβρίου.
Και η ταινία ξεπέρασε το βιβλίο όταν: έγινε το Tinker Tailor Soldier Spy κι ειδικά όταν φτάνει προς το τέλος του και το αίμα κυλάει σαν δάκρυ.
5. Ο “πιτσιρικάς” Dennis Lehane
O νεότερος της λίστας, ο 48χρονος Dennis Lehane (ένα χρόνο μικρότερος απ’ τον Ellis), έχει κάθε λόγο να αισθάνεται τυχερός αφού και τις τρεις φορές που μεταφέρθηκε βιβλίο του στο σινεμά ένα πολύ μεγάλο όνομα βρισκόταν από πίσω. Με εξαίρεση μάλιστα το Mystic River (2003) του Clint Eastwood, το γραπτό του στέκεται πολύ καλύτερα απ’ τις αντίστοιχες ταινίες. Κι αν στο Gone Baby Gone (2007) του πρωτάρη ακόμα Ben Affleck αυτό έμοιαζε αναμενόμενο, οι περισσότεροι περιμέναμε απ’ τον Martin Scorsese να μεγαλουργήσει στο Shutter Island (2010). Σε αμφότερα τα βιβλία οι χαρακτήρες κουβαλάνε πολύ μεγαλύτερο φορτίο απ’ τα κινηματογραφικά τους αντίστοιχα.
Στο Gone Baby Gone o χαρακτήρας του Casey Affleck μπλέκει σε διαδοχικά μυστήρια, σε κλιμακούμενους κύκλους διαφθοράς θα έλεγε κανείς. Στο κείμενο ο Lehane πετυχαίνει μια καλή ισορροπία στις διαδοχικές αποκαλύψεις και το προσωπικό βάσανο του ήρωα. Η ταινία όμως μοιάζει να τελειώνει 4-5 φορές, η δε σχέση του Kenzie με την Gennaro (ενός λογοτεχνικού διδύμου που πρωταγωνιστεί σε έξι συνολικά βιβλία του συγγραφέα) αναπτύσσεται μερικώς και (κάπως αδέξια είναι η αλήθεια) περνάει σε δεύτερη μοίρα.
Το Shutter Island ήταν ούτως ή άλλως μια υψηλής δυσκολίας πρόκληση καθώς βασίζεται σε μια χοντροκομμένη ανατροπή. Ή μάλλον σε μία ανατροπή και σε εκείνο το διαολεμένα κρίσιμο σημείο που ο κεντρικός ήρωας χάνει τον βοηθό του. Η ταινία ρίχνει αλλού το βάρος, ποντάρει αποκλειστικά στον Di Caprio και τη σχιζοφρένεια, βρίσκει διαφορετικά σημεία στο παρελθόν του ήρωα που μπορεί να την προκάλεσαν. Εν τέλει ο Di Caprio μπορεί να είναι απλά ψυχασθενής και να τρελάθηκε στον πόλεμο. Το διττό φινάλε του βιβλίου είναι πολύ πιο συγκεκριμένο και ζοφερό, εν γένει η ιστορία του είναι πολύ πιο δυνατή. Α, και πολύ πιο τρομακτική επιτρέψτε μου να πω…
Και οι τρεις (πολύ καλές) ταινίες πάντως αποτελούν -η κάθε μία για διαφορετικούς λόγους- σημεία αναφοράς για το Hollywood των αρχών του 21ου αιώνα. Ο Lehane εξαργύρωσε την πρώιμη επιτυχία του Mystic River γράφοντας σενάρια και πετυχαίνοντας συνεργασίες με σημαντικές τηλεοπτικές παραγωγές, όπως το Wire ή το Boardwalk Empire. Παρ’ όλ’ αυτά στο παρελθόν έχει δηλώσει πως του είναι αδιανόητο να γράψει σενάριο με βάση κάποιο μυθιστόρημά του, επισημαίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο, τις χαώδεις διαφορές ανάμεσα στα δύο μέσα.
Και η ταινία ξεπέρασε το βιβλίο όταν: ξέσπασε επιτέλους ο Tim Robbins (Mystic River).
4. O προφανής Cormac MacCarthy
Προφανής γιατί στάθηκε η αφορμή για τη λίστα. Σπουδαίος γιατί το λένε οι Times και η Wikipedia, εγώ πάντως δεν έχω διαβάσει λέξη απ’ τα βιβλία του. Πέρα απ’ την πλάκα, θεωρείται ένας απ’ τους 3-4 κορυφαίους αυτή τη στιγμή στην Αμερική και κάτι μου λέει ότι οι κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων του δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα μ’ αυτό…
Η μόνη ίσως που κάποιοι υπαινίχθηκαν που είχε μεγαλύτερη αξία απ’ το βιβλίο ήταν το All the Pretty Horses του Billy Bob Thornton. Το πράγμα φυσικά δεν είναι τόσο απλό, αφού δεν μιλάμε για την τελική βερσιόν της ταινίας αλλά για το αρχικό, σχεδόν 4ωρο cut, για το οποίο κάποιοι (αξιοσέβαστοι) έγραψαν για μια απ’ τις ομορφότερες ταινίες που έγιναν ποτέ και για ένα ακόμη κατακρεουργημένο αριστούργημα. Κάποιοι επίσης κάποτε, θα μπορούσαν να πουν ότι το No Country For Old Men έγινε πολύ πιο μεγάλο απ’ ότι η νουβέλα που το ενέπνευσε. Όχι όμως τώρα που κόπασε ο θόρυβος των Όσκαρ και, σε μια ψύχραιμη ανάγνωση, η σαρδόνια ταινία των αδελφών Coen είναι στην πραγματικότητα μια φάρσα που ακόμη δεν έχουν πάρει πρέφα στο Hollywood (είναι υποτίθεται μια απ’ τις πιο πιστές μεταφορές βιβλίου που έγιναν ποτέ).
Το Road που ακολούθησε (και τα γυρίσματα του οποίου σχεδόν επέβλεπε ο συγγραφέας) προοριζόταν για ταινία της χρονιάς. Ο MacCarthy ήταν παραπάνω από ικανοποιημένος απ’ το αποτέλεσμα, αν ξεπεράσεις όμως τα ζόρικα εικαστικά του και την άψογη απόδοση του μεταποκαλυπτικού τοπίου, βλέπεις ότι στην ταινία του Hillcoat λείπει το κινηματογραφικό ειδικό βάρος. Λείπει ίσως ο σκηνοθέτης και στη θέση του είναι ένας ικανότατος διεκπεραιωτής. Το τηλεοπτικό Sunset Limited είναι πάρα μα πάρα πολύ ενδιαφέρον, βασίζεται όμως σε θεατρικό κι όχι σε μυθιστόρημα του MacCarthy, ενώ μένει να δούμε τι τρέχει με τα επερχόμενα Child of God του James Franco (με συμμετοχή στο διαγωνιστικό της Βενετίας) και το The Counselor του Ridley Scott, που ελπίζουμε να ανανεώσει την πίστη μας στον πάλαι ποτέ σπουδαίο σκηνοθέτη.
Και η ταινία ξεπέρασε το βιβλίο όταν: δεν γνωρίζω/δεν απαντώ, θα κλείσω λέγοντας πως από σκηνοθέτες τουλάχιστον τα βιβλία του MacCarthy έχουν καλοπέσει, η προσωπικότητά του όμως φαίνεται να υποσκελίζει κάθε κινηματογραφική απόπειρα. Μαζί με τον από κάτω πάντως είναι οι μόνοι που έχουν πάρει το Oscar καλύτερης ταινίας…
3. O παγιδευμένος Thomas Harris
Εδώ μιλάμε για μια πολύ ιδιάζουσα και σπάνια περίπτωση καλλιτέχνη ανάλογου βεληνεκούς. Ο Thomas Harris ξεκίνησε την καριέρα του ως φερέλπις λογοτέχνης το 1975, όταν και έγραψε το Black Sunday, μια ιστορία για μια τρομοκρατική επίθεση στην καρδιά της αμερικάνικης κουλτούρας: το Super Bowl. Για πολύ καλή του τύχη το βιβλίο έγινε ταινία από τον John Frankenheimer, έναν σκηνοθέτη αν μη τι άλλο εξαιρετικά ικανό στο να οικοδομεί ένταση και σκηνές αγωνίας. Οι προσδοκίες ήταν πολύ υψηλές γι’ αυτό και όταν το φιλμ τελικά κυκλοφόρησε, θεωρήθηκε αποτυχία (εσείς όσοι δεν το ‘χετε δει μην μασάτε είναι ταινιάρα).
Στη συνέχεια ο Harris αποφάσισε να γράψει για έναν κατά συρροή δολοφόνο ονόματι Hannibal Lecter. Κι έμεινε εκεί. Για πάντα. Συμβιβασμένος στην τεράστια επιτυχία που είχε η σειρά βιβλίων με κεντρικό ήρωα τον Hannibal, αποφάσισε πως ποτέ δεν θα καταφέρει να την ξεπεράσει και αποσύρθηκε στη Φλόριντα σαν καλός συνταξιούχος, δίνοντας που και που ιδέες και συμβουλές για τις όποιες επανεμφανίσεις του ήρωα στην οθόνη (καλή ώρα η τηλεοπτική σειρά που παίζει από φέτος στο NBC).
Ολόκληρη η σειρά αξιοποιεί σαν αφηγηματικό μοχλό την υποταγή των αισθήσεων και του υποσυνείδητου στα ανθρώπινα ένστικτα. Ο Hannibal είναι ένας κανίβαλος που ξέρει να τα εκμεταλλεύεται. Ο Michael Mann, ένας σκηνοθέτης που έχτισε μια ολόκληρη καριέρα μελετώντας τα ίδια ένστικτα, παρέδωσε το 1986 μια αρκετά διαφορετική εκδοχή του Red Dragon με τίτλο Manhunter. Η ταινία είναι το πρώτο από μια σειρά αριστουργήματα στην καριέρα του Mann. O Lecter (αναφέρεται ως Lecktor) εδώ αν και περιγράφεται σαν διάνοια είναι ξεκάθαρα δευτερεύοντας χαρακτήρας. Το 1991 όμως μετατρέπεται σε ορισμικό κινηματογραφικό ήρωα των 90’s με τη Σιωπή των Αμνών του Jonathan Demme, χάρη και στην ανατριχιαστική ερμηνεία του Anthony Hopkins. Κι αν το Manhunter ήταν μια φορά καλό, το Silence of the Lambs είναι πέντε, όσα και τα αγαλματάκια που κέρδισε εκείνη τη χρονιά. Τα ένστικτα εδώ μετουσιώνονται σε πρωτόγνωρη οπτικοακουστική εμπειρία, με ένα πραγματικά αριστοτεχνικό sound design να συνοδεύει την εικόνα. Η αφηγηματική δομή και το στόρι είναι παρεμφερή με το Manhunter, αλλά όπως και να το κάνεις ο Hannibal και η Clarice είναι πολύ πιο ιντριγκαδόρικο δίδυμο απ’ τον Will Graham και τον Tooth Fairy. Την επιτυχία της Σιωπής ακολούθησε πολύ αργότερα, 10 ολόκληρα χρόνια μετά, το Hannibal του Ridley Scott, μια ταινία με εμφανείς αδυναμίες που κράτησε πάντως τα στάνταρτς του franchise πολύ ψηλά, πράγμα που δεν θα μπορούσαμε να πούμε για το Red Dragon του Brett Ratner ή ακόμη χειρότερα για το prequel Hannibal Rising του Peter Webber.
Και η ταινία ξεπέρασε το βιβλίο όταν: Το περίεργο εδώ είναι ότι σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις οι ταινίες ήταν πολύ καλύτερες απ’ τα βιβλία που τις ενέπνευσαν. Στην Σιωπή των Αμνών, μια απ’ τις σημαντικότερες Αμερικάνικες ταινίες που έγιναν ποτέ (δεν μπορεί να πει κανεί το ίδιο και για το βιβλίο) είναι προφανές. Το Manhunter, αν και σχεδόν παρακάμπτει τον Lecter, μοιάζει πολύ πιο ατμοσφαιρικό και ολοκληρωμένο απ’ το αντίστοιχο μυθιστόρημα. Τέλος το Hannibal έχει μια κατά γενική ομολογία καλύτερη ιστορία απ’ αυτή του βιβλίου, με το φινάλε να είναι εντελώς διαφορετικό και τη σχέση των δύο πρωταγωνιστών να ολοκληρώνεται με πολύ πιο ορθολογικό τρόπο. Και οι τρεις ταινίες επίσης είναι γεμάτες σκηνές ανθολογίας, πράγμα που λείπει απ’ το συναρπαστικό μεν, χωρίς αισθητικές κορυφώσεις δε γράψιμο του τρομολάγνου Harris (πέραν της τεχνικής του ευφήμερου σοκ). Αν έπρεπε ντε και καλά να διαλέξουμε μια απ’ αυτές θα ήταν η απόδραση του Lecter απ’ το κελί του υπό τους ήχους του In-a-Gadda-da-Diva την ώρα που ο Ray Liotta τρώει τηγανητά τα μυαλά του, έτσι για να έχουμε λίγο απ’ όλα.
2. Το cheat, ο Elmore Leonard
Το παραδέχομαι κλέβω, αλλά μπορεί ο Leonard να πέθανε φέτος, όμως έγραφε μέχρι τα τελευταία του. Το 2012 δημοσίευσε το μυθιστόρημα Raylan που στη συνέχεια έγινε τροφή για τους σεναριογράφους του Justified (μιας σειράς που εν πολλοίς βασίζεται ολόκληρη στο έργο του συγγραφέα). Ο Leonard υπήρξε ένας πραγματικός θρύλος του Hollywood, με τη συντριπτική πλειοψηφία των βιβλίων στον πλούσιο κατάλογό του να περνάει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην οθόνη. Βασικοί χώροι δράσης των ηρώων του είτε η Άγρια Δύση (μιλάμε για πολλά western) είτε το περιθώριο (μιλάμε για πολύ οπορτουνισμό). Στις πιο διάσημες δουλειές του συμπεριλαμβάνονται τα Be Cool και Get Shorty (αμφότερα-ειδικά το πρώτο-πολύ κατώτερα στο πανί), το Out of Sight (που έγινε ένα τρομερά στυλάτο θρίλερ στα χέρια του Steven Soderbergh) και το Rum Punch που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το Quentin Tarantino στο Jackie Brown (την καλύτερη κατά πολλούς ταινία του).
Πέραν των παραπάνω, που αδιαμφισβήτητα ξεχωρίζουν, υπάρχει μια πολύ μακριά λίστα διασκευών του Leonard στο σινεμά. Δεν έχει κανένα νόημα να τις αναφέρουμε όλες, θα μείνουμε στις καλύτερες απ’ αυτές που έχουμε δει. Πρώτο και απ’ τα καλύτερα, ένα μεγάλο γουέστερν, το The Tall T του γιγάντιου Budd Boetticher, το 1957. Αμέσως μετά ακολουθεί το 3.10 to Yuma του Delmer Daves, κλασικό φιλμ που ξαναγυρίστηκε το 2007 από τον James Mangold σε μια επίσης έξοχη μεταφορά, με αλλαγές στο φινάλε. Δέκα χρόνια μετά, το 1967, έπεται το Hombre, μια απ’ τις σημαντικότερες ταινίες στις φιλμογραφίες του Martin Ritt και του Paul Newman (λατρεμένο). Λίγο πιο κάτω στην εκτίμησή μας το Valdez is Coming (1971) του Edwin Sherin, μαζί με το Mister Majestyk (1974) του Richard Fleischer. Είχε μεσολαβήσει το Joe Kidd του John Sturges (1972), η τελευταία φορά που ο Eastwood έπαιξε σε ξένο γουέστερν.
Φτάνουμε στα 80’s κι αλλάζουμε είδος καθώς μια σειρά από αστικά θρίλερ επαναπροσδιορίζει τον Leonard στη μεγάλη οθόνη. Απ’ αυτά ξεχωρίζουν το 52 Pick-Up (1986) του John Frankenheimer και το Cat Chaser του Abel Ferrara (για το οποίο ο συγγραφέας συνεργάζεται και στο σενάριο). Μεταξύ του Shorty και της Jackie Brown υπάρχει το Touch του Paul Schrader, ενώ απ’ τις πιο πρόσφατες παραγωγές, άξιο αναφοράς μόνο το Killshot του John Madden (κι αυτό κυρίως λόγω των συντελεστών του).
Και η ταινία ξεπέρασε το βιβλίο όταν: θέλει κι ερώτημα; Όταν η Pam Grier έβαλε τη στολή της αεροσυνοδού κι έγινε η Jackie Brown.
1. Ο αιώνιος Stephen King
Αυτό που συμβαίνει με τον King είναι πραγματικά αστείο. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το Imdb έχει στη σελίδα του δεκατέσσερις εν εξελίξει παραγωγές… Ο King στο Hollywood βέβαια είναι μια αρκετά διαφορετική υπόθεση από τον King στον κινηματογράφο. Είναι τόσες πολλές οι μεταφορές που του έχουν γίνει, που πρέπει να ψάξεις ανάμεσα σε αμέτρητα σκουπίδια για να βρεις αυτές που πραγματικά αξίζουν τον κόπο.
Στην αρχή όλα φαίνεται να είναι ρόδινα με το Carrie (1976) του Brian De Palma να γίνεται η καλύτερη ταινία τρόμου στην μετά-Exorcist εποχή και τον Stanley Kubrick να σκηνοθετεί την Λάμψη. Τελεία. Bold τελεία. Γιατί η Λάμψη ως διασκευή θα αρκούσε ως τον αιώνα τον άπαντα γι’ αυτήν την πρώτη θέση. Η ταινία του Kubrick είναι τόσο καλή που δεν μπορώ να καταλάβω πλέον αν το βιβλίο είναι καλό ή όχι. Η εικόνα έχει επιβληθεί πλήρως της αφήγησης.
Η συνέχεια είναι επίσης καλή για τον κινηματογραφικό King, με τον ίδιο να επιμελείται το σενάριο στο Creepshow του George Romero και τους John Carpenter και David Cronenberg να μεταφέρουν επιτυχημένα στο σινεμά τα best-seller Christine και Dead Zone αντίστοιχα (αμφότερα το 1983). Το 1984 έρχεται το χαριτωμένο Children of the Corn του Fritz Kiersch και κάπου εκεί αρχίζει το πανηγύρι. Πλέον όλοι έχουν κατανοήσει την εμπορική δυναμική του συγγραφέα και οι ταινίες με βάση τον King διαδέχονται η μία την άλλη με καταιγιστικό ρυθμό. Για μια ακόμη φορά δεν γίνεται να τις αναφέρουμε όλες θα επιμείνουμε στην απλή αναφορά των πιο αξιόλογων.
Το 1986 o ίδιος ο King δοκιμάζει να σκηνοθετήσει μια ιστορία στο Maximum Overdrive, ευτυχώς δεν του ξαναήρθε στο μέλλον παρόμοια ιδέα. Την ίδια χρονιά ο Rob Reiner παρουσιάζει μια τρυφερή εκδοχή του Stand by Me, μια αναπάντεχη επιτυχία σε ύφος που δεν είχαν συνηθίσει οι οπαδοί του συγγραφέα. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο σκηνοθέτης θα ξαναεμπιστευτεί μια ιστορία του King στο Misery, ένα φοβερό ψυχολογικό θρίλερ με μια τρομακτική κεντρική ερμηνεία απ’ την Kathy Bates. H Bates είναι ο συνδετικός κρίκος με την επόμενη επιλογή μας, το Dolores Clairbone του 1995, μια απ’ τις καλύτερες ταινίες του Taylor Hackford. Πιο νωρίς πρέπει να αναφέρουμε το Pet Sematary (1989) της Mary Lambert (σε σενάριο King) και το Dark Half (1992) επίσης του Romero. To 1998 o Bryan Singer ρισκάρει την καριέρα του με το αδικημένο Apt Pupil, το 2001 o Scott Hicks παραλίγο να τα καταφέρει με το Hearts in Atlantis, το 2007 ο John Cusack βρίσκεται παγιδευμένος στο δωμάτιο 1408 του Mikael Hafstrom.
Ειδική μνεία στις τρεις “συνεργασίες” του King με τον Frank Darabont. Ή αλλιώς πώς ένας έμπειρος σεναριογράφος αξιοποιώντας τον λαοφιλέστερο genre συγγραφέα, μετατράπηκε σε δημιουργό πρώτης γραμμής. Ο Darabont βελτίωσε όπου τον έπαιρνε τα βιβλία, φτιάχνοντας δύο ταινίες που μίλησαν κατευθείαν στην καρδιά του φιλοθεάμονος κοινού και ανδρώθηκε οριστικά αλλάζοντας το φινάλε του διηγήματος πάνω στο οποίο βασίστηκε η Ομίχλη του 2007. Αυτό που συμβαίνει με το Shawshank Redemption είναι ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια στην ιστορία του σινεμά, το πώς δηλαδή μια όχι τόσο καλή όσο θα ‘πρεπε ταινία, έχει φτάσει στο κοινό υποσυνείδητο μιας ολόκληρης γενιάς θεατών να θεωρείται η καλύτερη που έγινε ποτέ χάρη στο λυτρωτικό συναίσθημα που αποπνέει. Το Πράσινο Μίλι επίσης έχει πολλούς περισσότερους οπαδούς απ’ ότι κανονικά του αναλογούσαν. Για να μην παρεξηγηθώ και τα τρία φιλμ είναι από καλά ως εξαιρετικά, αν εξαιρέσουμε όμως το Mist δεν βρήκα ποτέ κανέναν που να έχει ερωτευτεί κάποιο απ’ τα άλλα δύο…
Και η ταινία ξεπέρασε το βιβλίο όταν: σε πολλές στιγμές είναι η αλήθεια. Η Λάμψη είναι η προφανής απάντηση, γι’ αυτό το αφήνουμε να εννοείται και επιλέγουμε τα δύο καλύτερα και αντιδιαμετρικά αντίθετα φινάλε του Darabont: την απόδραση της Ρίτα Χέυγουρθ και την έλευση των “τεράτων” στην Ομίχλη.